5ο διήγημα του Κωστή Ν. Τσιάκαλου «Η τιμωρία»
Ένα από τα πρόσφατα βιβλία του Κωστή Ν. Τσιάκαλου είναι μια συλλογή από 14 διηγήματα με τίτλο «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου». (2023)
Με την άδειά του συγγραφέα θα δημοσιεύεται ένα διήγημα την εβδομάδα.
(στο τέλος του διηγήματος ακολουθεί σύντομο βιογραφικό του λογοτέχνη Κωστή Τσιάκαλου).
Εδώ το 5ο διήγημα του βιβλίου.
---------------------ο---------------------
5ο διήγημα του Κωστή Ν. Τσιάκαλου από το πρόσφατο βιβλίο του «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου»
«Η τιμωρία»
- Σε θέλει ο δάσκαλος, οπωσδήποτε να πας να τον δεις...
Μόλις είχα φτάσει απ’ την Αθήνα στο χωριό μου, τη Σπολάιτα, έντεκα χιλιόμετρα απ’ το Αγρίνιο προς βορρά, προς τον Αχελώο και ο Νίκος Ξενάκης, ιδιοκτήτης παντοπωλείου στο κέντρο του χωριού, μου μετέφερε την επιθυμία του δάσκαλου.
- Πώς λέγεται, ποιος είναι ο δάσκαλος; ρώτησα.
- Παπαναστασίου ή μάλλον Παπα... είναι καινούργιος και κατάγεται από δω, από κάποιο χωριό του Βάλτου.
- Δε μου λέει τίποτε το επώνυμο, μήπως είναι για άλλον Τσιάκαλο το μήνυμα;
- Όχι. Αποκλείεται, αφού μου είπε Κωστή Τσιάκαλο, δημοσιογράφο...
Στο δρόμο για το σπίτι μου, τριακόσια περίπου μέτρα απ’ το κέντρο με σταματά η Δανία:
- Γειά σου, Κωστάκη, καλώς ήρθες, τι κάνεις δημοσιογράφε;
- Καλά, καλά, εσύ...
- Θα κάτσεις πουλλές μέρες, θα προυλάβ(ει) να σι ιδεί του χουριό μας ή θα φύγ(ει)ς πάλι τ(υ)φικιστός;
- Θα προλάβω να το ιδώ εγώ, δε θα προλάβει να με ιδεί αυτό;
-Α, να σ’που: άκ(ου)σα ότ’ σι θελ’ ου δάσκαλους. Να πας, έμαθα είναι καλός δάσκαλους.
Άντε και κανένας τρίτος να μου πει ότι «μι θέλ’ ου δάσκαλους»...
Φτάνω στο καφεναδάκι του Μπακάκη, λίγο πριν απ’ το Χοροστάσι και μου λέει ένα απ’ τα παιδιά -ο Λίας ή ο Βαγγέλης-, δεν θυμάμαι:
- Καλώς ήρθες... να πας να δεις το δάσκαλο, κάτι σε θέλει...
Στο πατρικό μου σπίτι με περίμενε η μάνα μου – άρτι αφιχθείσα στη σύνταξη. Ήταν εκεί με τη θεία Φώτω Αζούκη, με το θείο μου Στάθη, το νεότερο αδερφό του πατέρα μου, τον μόνο ζώντα από τα πέντε αδέρφια. Επίσης, η άλλη θεία μου η Γεωργία Πεταρούδα και η θεία Χρυσάνθη...
- Τι νέα απ’ την Αθήνα, τι χαμπέρια, για μουλόγα μας... Πώς τα βλέπ(ει)ς τα πράγματα μι τ’ κυβέρνησ’ τ’ Μητσουτάκ’;
- Τώρα θα προκόψουμε... α, ο Μητσοτάκης, πιστεύω θα αντέξει ένα δυο χρόνια και μετά... Εσείς εδώ πώς πάτε;
- Καλά ας τα λέμε, κι εμείς. Ξέχασα να σου πω ότι σε θέλει ο δάσκαλος, μου είπε όταν έρθεις να πας να τον δεις...
Άλλο και τούτο, ποιος είναι αυτός ο δάσκαλος που μου παρήγγειλε με το μισό χωριό ότι με θέλει...
Μια και δυο λοιπόν πάω στο σχολείο, πάνω στο λοφίσκο με τα πεύκα. Η δική μου σειρά τα φυτεύαμε, 1957...
Μπαίνω μέσα στο σχολείο και βλέπω έναν τύπο φαλακρό, μια τεράστια μουστάκα ίσα με τ’ αυτιά του...
- Γειά σας, είστε δάσκαλος; Με έχει ζητήσει ο κ. Παπαναστασίου. Είναι εδώ;
- Ρε Χαρλαμάκ’ -τα παρατσούκλια μου απ’ το οικοτροφείο- ο Παπαθανασίου είμαι. Πώς σου ’ρθε το Παπαναστασίου; Δεν με γνωρίζεις;
- Και βέβαια, τώρα σε γνωρίζω, παλιο Λαδιά... η φωνή σου χαρακτηριστική, είπα κι άνοιξα την αγκαλιά μου.
Ο Πάνος Παπαθανασίου σηκώθηκε, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε «χιαστί», κατά τα ειωθότα.
Οι στιγμές ήταν πράγματι συγκινητικές. Είχαμε να ιδωθούμε πολλά - πολλά χρόνια. Μάλλον από τότε που είχε έρθει στο φοιτητικό μου δωμάτιο στα Ιλίσια, Λαοδικείας 22. Αν θυμάμαι καλά το 1969... Είπαμε πολλά με τον Πάνο...
- Μιας και ήρθες δάσκαλος στη Σπολάιτα, έχεις διαβάσει τον «Ληστή Αγγελόγιαννο» του Δροσίνη;
- Βεβαίως και έχω διαβάσει τη δραματική εκείνη ιστορία που εκτυλίσσεται στο Πλατανόρρεμα και στο χωριό σου. Δυστυχώς όμως, οι χωριανοί σου δεν την έχουν διαβάσει. Όσους και να ρώτησα...
- Καλά το λες, γι’ αυτό κι εγώ όταν επανεκδώσω τη «Φωνή της Σπολάιτας» θα δημοσιεύσω εκεί τον «Ληστή Αγγελόγιαννο».
- Ρε συ, βλέπεις κανέναν απ’ τους παλιούς;
- Εδώ στ’ Αγρίνιο βλέπω τον ΔΙΓΑΒΟΥ -εσύ του το ’χες κολλήσει- Πάνο Γρέντζελο, έγινε παπάς. Τον Αποστόλη Καρακώστα, όταν έρχεται απ’ τα καράβια. Εσύ εκεί στην Αθήνα;
- Με τον Δημήτρη Γρίβα, ξέρεις έγινε φιλόλογος, βλεπόμαστε καμιά φορά...
- Ε, τι άλλο θα γινόταν ο “οικονόμος”!
- Για λέγε ονόματα...
- Σπύρος Μίχος... Αποστόλης Καρακώστας... Γιάννης Τόγιας... Θαν. Αλεξίου... Καρυώτης... Καρκάνης... Παπατρέχας... Καστάνης... Βράζος... Υφαντής... Τσώτας... Ζαβιτσάνος... Καπέλλης...
- Ξέρεις τι λέω... Να μαζευτούμε μια φορά όλα τα οικοτροφόπ(ου)λα τ’ Παπακώστα.
- Καλή ιδέα, για πες άλλα ονόματα, συνέχισε...
- Γρέντζελος, Κώνστας, Μάλαινος, Χαμπαίος, Μέρκος, Ντασιώτης, Κουτρουμάνος, Νταλάκος, Καρδαμπίκης...
- Εγώ λέω να κάνουμε και κάτι άλλο...
- Σ’ ακούω. Τείνω “ους ευήκοον”.
- Λοιπόν, επειδή δεν θέλουμε διορισμένο αρχηγό, προτείνω να κάνουμε εκλογές!
Το τι γέλιο έπεσε, δεν λέγεται.
- Εγώ λέω μετά το αποτέλεσμα των εκλογών να ξανατσακωθούμε!
- Καλά, εκείνο δεν ήταν καυγάς δεκαεξάρηδων. Ήταν πόλεμος μέχρι τελικής πτώσεως. Είχε πέσει άγριο ξύλο. Θυμάσαι ρε «μπιπ» ... Αίματα στο πάτωμα... Δεν ήξερα, ήταν από τη δική μου μύτη ή απ’ τη δική σου...
- Καλά, αφού αμφισβητούσες το αποτέλεσμα, ας έκανες ένσταση στο εκλογοδικείο κι ας γινόταν επανάληψη των εκλογών με αυστηρή τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών και όχι να έρθουμε στα χέρια για το δίχως τίποτε.
- Πάντως σε καλό μας βγήκε, γίναμε περισσότερο φίλοι μετά.
- Και όχι μόνο αυτό, έμαθα ότι έγινες και πρόεδρος στην Πετρώνα, άρα εκείνες οι εκλογές στο οικοτροφείο σε ωφέλησαν πολλαπλώς. Είχες αποκτήσει εμπειρία τεράστια...
Και ξανά γέλια με τον Πάνο.
- Και μένα σε καλό μου βγήκε εκείνος ο καυγάς από μια άποψη.
- Δηλαδή; με ρωτάει ο Πάνος.
- Να, σ’ έναν άλλο τσακωμό στο στρατό, εκεί κι αν έπεσε άγριο ξύλο – τα πήγα καλά, φαίνεται ήμουν προπονημένος από τότε.
Κι ενώ η κουβέντα με τον παιδικό μου φίλο ήταν σ’ ένα τέτοιο καλό κλίμα, ξαφνικά μπαίνει μέσα ένας νεαρούλης δέκα με έντεκα ετών.
- Κύριε, τον Κων/νο να τον βάλετε τιμωρία, γιατί είπε... μπιπ.
- Καλά, άστο σε μένα, είπε ο δάσκαλος.
Η λέξη τιμωρία σε κείνο ακριβώς το χώρο ξεσήκωσε θύελλες μέσα μου. Το μυαλό μου ταράχτηκε. Ασυναίσθητα σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να βηματίζω μάλλον νευρικά.
- Τι συμβαίνει; ρωτάει απορημένος ο φίλος μου.
- Έλα κάτσε... τι έγινε... εσύ άλλαξες όψη...
Ξανακάθισα και παρέμεινα σιωπηλός τουλάχιστον για δύο με τρία λεπτά. Αναμοχλεύτηκαν μέσα μου «θύμησες παλιές» όχι και τόσο ευχάριστες.
- Για πες μου... κάτι έχει συμβεί... Έχεις αλλάξει τα εφτά χρώματα του φάσματος..., προσπάθησε να αστειευτεί ο δάσκαλος και σηκώθηκε. Πήγε, έκλεισε την εξώπορτα και επέστρεψε.
- Είχαμε έναν δάσκαλο που έδερνε ανηλεώς. Μια φορά ένας συμμαθητής μου είχε ξεχάσει να φέρει ξύλο για τη σόμπα και ο δάσκαλος του ‘ριξε το ξύλο της χρονιάς. Το σακάτεψε το παιδί. Βεβαίως, αυτό που έκανε σε μένα αργότερα ήταν ακόμα χειρότερο. Εσύ βάζεις τιμωρίες τα παιδιά; Ξαναρώτησα…
- Τιμωρίες όχι, απλώς ανεβάζω λίγο τον τόνο της φωνής μου, καταλαβαίνω τώρα, κάτι θυμήθηκες... Μολόγα μου.
- Τι να σου πω, τι να σου μολογήσω. Θυμάμαι και φρίττω. Ωστόσο, επειδή είσαι και πολύ φίλος και καλός δάσκαλος, θα σου τα πω όλα, όσα συνέβησαν εδώ ακριβώς τότε. Δηλαδή πριν από τριάντα τόσα χρόνια... Πήγαινα στην ΣΤ’ τάξη. Ήμουν καλός μαθητής, κατά πως έλεγαν οι δασκάλες μου, αλλά και ο ίδιος ο δάσκαλος που είχα στην τελευταία τάξη.
- Τα παίρνει τα γράμματα και μάλλον θα πετύχει και στο Γυμνάσιο, είχε πει ο ίδιος στον πατέρα μου. Κάθε χρόνο με έβγαζαν πρώτο απ’ την τάξη μου, αν αυτό λέει κάτι. Ποτέ, μα ποτέ δεν είχα φάει ξύλο ούτε γιατί δεν ήξερα κάποιο μάθημα ούτε γιατί έκανα κάποια αταξία. Κατά κανόνα ήμουν και διαβασμένος και ήσυχος στην τάξη. Σχεδόν όλα τα άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, είχαν φάει αρκετό ξύλο. Πολλές βεργιές και στα δυο χέρια.
Εμένα τ’ όνειρό μου ήταν να πετύχω στο Γυμνάσιο, όπως είχαν κάνει ο Πέτρος Τσιάκαλος, γιος του παπά Αρτέμη κι ο Κώστας Ντρούβας∙ όλοι εκεί πάνω στ’ Άγραφα, στο Καταφύλλι Αργιθέας, μιλούσαν για κείνους. Ήταν πολύ σπουδαίο τότε να πετύχει κάποιος στο Γυμνάσιο. Έτσι θα «βούλωναν» και κάποια στόματα όσων αμφισβητούσαν εμάς τους Αγραφιώτες που έλεγαν: «Όταν δώσει εξετάσεις για το Γυμνάσιο θα δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος του».
Σε κάποιες περιπτώσεις μ’ έπιανε τρόμος πως υπήρχε πιθανότητα να φάω κι εγώ ξύλο με τη βέργα.
Μια φορά ο Γ. Νιτσ. έφαγε είκοσι βεργιές, από δέκα στο κάθε χέρι. Ο δάσκαλος, ο κυρ Μπάμπης, καθώς ήταν κοντός και χοντρός είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα. Ο μαθητής που έφαγε τόσες πολλές ξυλιές έβαζε πότε το δεξί του χέρι κάτω απ’ την αριστερή του μασχάλη και πότε το αριστερό του χέρι κάτω απ’ τη δεξιά του μασχάλη και έκλαιγε... έκλαιγε πολύ... έκλαιγε με αναφυλλητά.
Εμένα πονούσε η ψυχούλα μου κάθε που κάποιος συμμαθητής μου ή συμμαθήτριά μου έτρωγε ξύλο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι... Εγώ πάντως φρόντιζα να πηγαίνω στο σχολείο πάντα διαβασμένος. Φοβόμουν πολύ το ξύλο και μάλιστα το ’παιρνα και αλλιώς...
- Δηλαδή, με διέκοψε ο Πάνος. Πώς αλλιώς;
- Να, ντρεπόμουν να με δει η Πατρούλα, η Αγγέλω, η Σπυριδούλα, η Λόλα να τρώω ξύλο. Ήταν πολύ ταπεινωτικό... θα ξέπεφτα στα μάτια τους.
Δυστυχώς, όμως, όχι μόνο δεν γλύτωσα το ξύλο απ’ το δάσκαλο, αλλά μου έβαλε τη φριχτότερη τιμωρία που είχε επιβληθεί ποτέ σε μαθητή...
- Τι λες, με ξαναδιέκοψε ο φίλος μου, για λέγε... λέγε, φαίνεται ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον και δεν μου είχες πει ποτέ τίποτε. Τότε που εμείς οι δυο τα λέγαμε όλα. Θυμάσαι στο οικοτροφείο; Θυμάσαι μετά στη Λαοδικείας στα Ιλίσια;
- Τα είχα αποβάλει από τη μνήμη μου, αλλά τώρα έτσι ξαφνικά ήρθαν όλα, με όλες τις λεπτομέρειες. Λοιπόν, την 25η Μαρτίου μας ζήτησε ο κυρ Μπάμπης να πάμε όλοι στο σχολείο από μία σανίδα για να φτιάξουμε τη σκηνή, στην οποία θα παίζαμε τον «Θανάση Διάκο». Εμένα, ως συνήθως, μου έβαλε το ρόλο του Ομέρ Βρυώνη, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Εγώ ήθελα στο ρόλο που μου ανατέθηκε να είμαι καλός... Μάλιστα φορτώθηκα απ’ το σπίτι μου δυο σανίδες και τις πήγα στο σχολείο. Ήταν πράγματι δυο ωραίες σανίδες. Ο πατέρας μου είχε βρει μερικούς μεγάλους κορμούς δέντρων από κατεβασιά στον Αχελώο, τους πήγε με τη «Μούρκα» στο Αγρίνιο και τους έφτιαξε στο πριονιστήριο πολλές σανίδες, τις οποίες και έφερε στη Σπολάιτα... Αυτές οι δύο σανίδες ξεχώρισαν με μεγάλη διαφορά από τις άλλες, ήταν πράγματι έργα τέχνης.
Το έργο παίχτηκε και σχεδόν όλο το χωριό ήρθε στη θεατρική παράστασή μας, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Όταν ήρθε η ώρα να γκρεμίσουμε τη σκηνή, ο δάσκαλος ήταν σαφής:
- Οι δύο αυτές σανίδες θα μείνουν εδώ, στο σχολείο.
- Κύριε, θα με μαλώσει ο πατέρας μου, θα πρέπει να τις πάω πίσω στο σπίτι.
- Είπα ότι πρέπει να μείνουν εδώ, τόνισε σε αυστηρό τόνο.
Όμως, μόλις σχολάσαμε, φορτώθηκα τις δύο σανίδες και τις πήγα στο σπίτι μου. Οι σανίδες αυτές ήταν του πατέρα μου. Ήταν δικές μας... Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα να τις αφήσω στο σχολείο –όχι βέβαια πως θα παρέμεναν εκεί, ήμουν σίγουρος ότι ο «χοντροδάσκαλος» θα τις έπαιρνε σπίτι του «δια ιδίαν χρήσιν».
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος με κάλεσε εδώ στο γραφείο του.
- Γιατί δεν άφησες εδώ τις δύο σανίδες; με ρώτησε αγριεμένος.
Για πρώτη φορά τον είδα έτσι και είναι αλήθεια πως φοβήθηκα λίγο, χωρίς φυσικά να ξέρω το τι θα επακολουθούσε. Το τι με περίμενε...
- Μα, κύριε, σας είπα και χθες ότι θα με μάλωνε ο πατέρας μου...
- Να δεις εγώ τι θα σε κάνω όταν έρθει η ώρα σου... τσακίσου τώρα...
Αμέσως βγήκα έξω στο προαύλιο, όπου με περίμεναν με αγωνία δύο απ’ τους αγαπημένους μου συμμαθητές: ο Ναπολέων Φωλιάς και ο Νίκος Γιωτόπουλος.
- Τι έγινε, τι σε ήθελε; με ρώτησαν με αγωνία...
- Το και το… τα είπα στα παιδιά.
- Άστον, θα ξεθυμάνει, θα του περάσει, είπε ο Νίκος.
- Καλά, εσένα δεν πρόκειται να σε βαρέσει. Ποτέ δεν σε έχει δείρει, είπε ο Ναπολέων.
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι και όλοι μπήκαμε στις τάξεις μας. Με εντολή του δάσκαλου οι μαθητές της ΣΤ΄ βγάλαμε τα τετράδια αντιγραφής για να περάσει να τα βαθμολογήσει.
Μόλις έφτασε σε μένα —καθόμουν δίπλα-δίπλα με τον Β. Σταθέλο— κοίταξε μια ματιά το τετράδιό μου κι αμέσως μετά το μάτι του πέφτει πάνω στο θρανίο, όπου ήταν γραμμένο το όνομά μου με σουγιά.
- Τι είναι αυτό; με ρώτησε με μια αγριάδα στη φωνή του χωρίς προηγούμενο...
- Όνομα είναι, είπα. Το όνομά μου, όπως και σε όλα τα θρανία είναι γραμμένα τα ονόματα όλων των μαθητών. Ασφαλώς και τα βλέπετε μόνος σας όλα, κύριε...
Βεβαίως, όλοι είχαμε την κακή συνήθεια στην τελευταία τάξη να γράφουμε πάνω στα θρανία το όνομά μας. Μέχρι πριν από λίγες ημέρες ήμουν ο μόνος που δεν είχα γράψει κι εγώ το δικό μου... Ζήτησα τη σουγιά από τον διπλανό μου, αλλά εκείνος αρνήθηκε. «Να μου τη δανείσεις για λίγο, απλώς να γράψω κι εγώ το όνομά μου» του είπα. «Όχι, δεν έχεις ακούσει: τη σουγιά μας και τη γυναίκα μας δεν τις δανείζουμε ποτέ» μου απάντησε ο Βασίλης. «Καλά, αν είναι έτσι κι εγώ δεν θα σου... ξαναδανείσω τις λύσεις στις ασκήσεις μαθηματικών» του είπα. Τελικά, με τον Βασίλη βρήκαμε τη μέση λύση: Έγραψε εκείνος το όνομά μου πάνω στο θρανίο μας, δίπλα απ’ το δικό του και μάλιστα με μεγαλύτερα γράμματα το δικό μου κι έτσι όλα καλά.
- Στο διάλειμμα να ’ρθεις στο γραφείο, μου είπε.
Όντως, στο αμέσως επόμενο διάλειμμα έφτασα στην πόρτα του γραφείου, όπου εκείνος μιλούσε με μια από τις δασκάλες. Ο δάσκαλος είχε την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα και η δασκάλα που με είδε μου έκανε νεύμα «να περάσω έξω» και μάλιστα «στα γρήγορα»...
- Ουφ…, ανακουφίστηκα κατά κάποιο τρόπο. Μάλλον τη γλίτωσα, είπα μέσα μου, αλλά φευ άλλα έδειξε η συνέχεια.
Το καμπανάκι χτύπησε για να μπούμε στις τάξεις, αλλά δόθηκε εντολή απ’ τον κυρ Μπάμπη να παραταχθούμε έξω, γιατί είχε να μας πει κάτι πολύ σημαντικό.
- Τι είναι; ρώτησε η μια δασκάλα, η δις Τρισεύγενη Σαλονοπούλου.
- Θα μάθεις σε λίγο, απάντησε αυτός.
Παραταχτήκαμε όλες οι τάξεις έξω κι ο δάσκαλος έβγαλε το λογίδριό του σε όλο το σχολείο:
- Δυστυχώς, ένας συμμαθητής σας, τον οποίο μάλιστα τον είχαμε για καλό μαθητή -πιστεύαμε ότι θα πετύχαινε και στο Γυμνάσιο- έκανε κάτι πολύ τρομακτικό...
Εκεί κοντοστάθηκε για λίγο, πήρε μερικές περίεργες ανάσες και μετά συνέχισε: «Ακούσατε, τι σας είπα; Ναι, κατέστρεψε την περιουσία του Δημοσίου. Γι’ αυτό τον περιμένει μεγάλη τιμωρία».
- Τι έκανε καλέ ρώτησε με μεγάλη αγωνία η άλλη δασκάλα, η κ. Χαρίκλεια Πανταζή.
- Σκασμός εσύ... της είπε!
Όλες οι τάξεις μπήκαν στις αίθουσες που έκαναν τα μαθήματά τους. Εμένα μου έδωσε εντολή να τον ακολουθήσω στο γραφείο. Πανικός με κατέλαβε. Ήδη είχα τρομοκρατηθεί... Δεν ήξερα τι ακριβώς με περίμενε -αυτό ήταν το χειρότερο- αφού ποτέ μέχρι τότε δεν είχε συμπεριφερθεί έτσι και μάλιστα για γραμμένο όνομα στο θρανίο. Ποτέ δεν είχε τιμωρήσει κανέναν για κάτι τέτοιο.
- Κύριε, σας παρακαλώ, μπορώ να πάω στο μέρος;
Καμιά απάντηση. Πήρα την απόφαση και έφυγα μόνος μου για την τουαλέτα, απ’ όπου επέστρεψα στον δάσκαλο σε δυο-τρία λεπτά...
- Ακολούθα με, είπε και σηκώθηκε για να μπει σε λίγο στην αίθουσα της Γ’ και Δ’ τάξης.
- Αυτός εδώ που βλέπετε κατέστρεψε την περιουσία του Δημοσίου, ξαναείπε και συνέχισε... Τι τιμωρία να του βάλουμε; ρώτησε τα παιδάκια...
Καμιά απάντηση απ’ τους μικρούς συμμαθητές μου.
- Θα σας πω εγώ τι θα τον κάνουμε, τους είπε. Θα περνάει στο διάδρομο ανάμεσά σας προς τα κάτω και μετά στον άλλο διάδρομο και σεις θα τον φτύνετε. Ακούσατε τι σας είπα; Θα τον φτύνετε αυτόν τον μασκαρά...
- Καλέ, κύριε Μπάμπη, τόλμησε να ξεστομίσει η δασκάλα: Είναι ο καλύτερος μαθητής...
- Βούλωσέ το εσύ, της είπε με πρωτοφανή αγριότητα και συνάμα γύρισε και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι!!!
- Μπρος… προχώρα, ούρλιαξε σε μένα...
Εγώ προχώρησα στο διάδρομο, ανάμεσα στις δύο σειρές των θρανίων, αλλά οι μικροί συμμαθητές δεν με έφτυναν. Μανιασμένος εκείνος σήκωσε μια τεράστια και χοντρή βέργα από αγριελιά και χτυπούσε τα παιδιά στα κεφάλια ή στις πλάτες ή στους ώμους, όπου έβρισκε...
Τελείωσα κατεβαίνοντας τον δεξί διάδρομο και άρχισα να ανεβαίνω τον αριστερό... Μόνο ένας, ο Γ. Νιτσ. ήταν έτοιμος να με φτύσει -τον είδα καλά-, αλλά μόλις πλησίασα στο μισό μέτρο έσκυψα και το φτύσιμό του βρήκε απέναντι την πρώτη του ξαδέρφη, τη Βαγγελίτσα.
- Α, να χαθείς, ηλίθιε, του είπε εκείνη, …σε έχω και ξάδερφο.
Ο Γ. Νιτσ. πήγαινε ακόμα στην Γ’ τάξη, παρότι ήταν μεγαλύτερος κι από μένα που ήμουν στην ΣΤ’. Για τρία χρόνια οι δασκάλες τον άφηναν στην ίδια τάξη. Κατά πως λέγανε πολλοί χωριανοί, ήταν ο αλήτης του χωριού.
Με τη μακριά και χοντρή βέργα του με χτύπησε δυο-τρείς φορές στα γυμνά μου πόδια, καθότι τότε όλα τα παιδιά φορούσαμε κοντά παντελόνια και φώναξε:
- Τώρα στην άλλη αίθουσα της Ε’ και ΣΤ’.
Κάπου εκεί το μαρτύριό μου ήταν δίχως αρχή και δίχως τέλος. Καλύτερα να μου έδινε όσες βεργιές ήθελε, καλύτερα να με χτυπούσε, να με έδερνε, παρά να με πήγαινε στις δικές μου συμμαθήτριες -την Πατρούλα, την Αγγέλω, τη Γιούλα, τη Λόλα- και τους συμμαθητές μου και να με ρεζίλευε.
- Σας παρακαλώ, κύριε, όχι εκεί...
- Άκουσες τι σου είπα; αγρίεψε ακόμα περισσότερο.
Φυσικά και άκουσα και βεβαίως αναγκάστηκα να πάω μέσα στη δική μου τάξη.
Μόλις μπήκαμε εκεί, αυτός το ίδιο το δικό του «τροπάριο».
- Τον βλέπετε, τον καλύτερο μαθητή, τρομάρα του, που θα πετύχαινε σίγουρα στο Γυμνάσιο; Ε, λοιπόν αυτός κατέστρεψε εδώ στο σχολείο μας την περιουσία του... Ποια τιμωρία να του βάλουμε;
- Βλέπεις, Πάνο μου, ο δάσκαλός μου ήταν των δημοκρατικών διαδικασιών και ήθελε να αποφασίσει ο λαός για το ποια τιμωρία έπρεπε να μου επιβληθεί.
Ο Πάνος, ο φίλος μου απ’ τα μαθητικά μας χρόνια, θέλοντας να αποφορτίσει κάπως το συγκινησιακό κλίμα, που δημιούργησα δίχως να το θέλω, πήρε το λόγο:
- Κωστάκη μου, έπρεπε να το είχες καταλάβει ότι ο δάσκαλός σου ήθελε τις σανίδες. Ας πρόσεχες...
- Αχ, ρε Πάνο, να ‘ταν μόνο οι σανίδες. Ο πατέρας μου του είχε πάει δύο μπάλες τριφύλλι ύστερα από δική του παραγγελία και δεν τις πλήρωσε. Κι άλλη φορά παρήγγειλε στον πατέρα μου δύο τενεκέδες λάδι και φυσικά χρήματα δεν του ‘δωσε ποτέ. Στις απανωτές οχλήσεις «δάσκαλε, για κείνο το λάδι... με ξέχασες» εκείνος απαντούσε στερεότυπα «άλλη φορά, άλλη φορά». Το χειρότερο είναι άλλο. Όταν ο θείος μου ο Δήμος, που είχε γίδια έξω απ’ το χωριό, πάνω στον Αη Γιάννη και στο Βατόκαμπο, τον παρακάλεσε να μην πάει η μικρή του κόρη η Λένη στο σχολείο και να διακόψει η άλλη του η κόρη η Σωτηρία στην Γ’ τάξη, γιατί χρειάζονταν στο κοπάδι, εκείνος ζήτησε και φυσικά πήρε δύο τενεκέδες βούτυρο!
- Α, τον αθεόφοβο, αυτός δεν ήθελε μόνο λάδωμα, ήθελε και... βουτύρωμα, είπε ο Πάνος γελώντας και πρόσθεσε: Για συνέχισε στη δική μας ιστορία...
Μόλις είπε ο δάσκαλος «ποια τιμωρία να του βάλουμε» κάνω δυο-τρία βήματα προς τα αριστερά του κι αμέσως μετά από αυτή τη μικρή απομάκρυνση από κοντά του, προφανώς για να μη με φτάνει με τη μακριά αγριλίσια βέργα του, φώναξα πολύ δυνατά:
- Δεν έκανα καμιά καταστροφή, απλώς έγραψα κι εγώ το όνομά μου πάνω στο θρανίο...
- Σκασμός! Σε λίγο θα σου πω εγώ τι έκανες. Εσείς, πέστε, σας ακούω... ποια τιμωρία;
Η Νίκη Σταθέλου σήκωσε το χεράκι της και είπε:
- Να τον βάλουμε στον τοίχο, κύριε, για μια ώρα... Όχι στο υπόγειο... Είναι κρίμα... Έχει ποντίκια... Έχει φίδια εκεί κάτω... Φοβάμαι μήπως τον τσιμπήσουν...
Τα «χαλίκια» ήταν μια μέση τιμωρία. Δηλαδή, ο τιμωρημένος πήγαινε στη γωνία της αίθουσας και με τα γόνατα καθόταν πάνω σε χαλίκια για αρκετή ώρα. Το υπόγειο ήταν η χειρότερη τιμωρία, αφού εκεί υπήρχαν πολλά ποντίκια. Μάλιστα, κάποιοι έλεγαν και για φίδια, σκορπιούς και φαρμακερές αράχνες. Σήμερα, ακόμα ακούω «υπόγειο» κι ο νους μου πάει στην υπόγα του σχολείου μου. Μια πιο ήπια τιμωρία ήταν ο «τοίχος». Ο τιμωρηθείς μαθητής πήγαινε στον τοίχο και κόλλαγε εκεί το μέτωπό του, φυσικά με την πλάτη προς την αίθουσα.
- Άλλος… άλλη τιμωρία…
Νεκρική σιγή μέσα στην αίθουσα –τη βορεινή προς τον Αχελώο. Ούτε ανάσα δεν ακουγόταν. Ούτε ένας συμμαθητής μου ούτε μία συμμαθήτριά μου δεν σήκωναν χέρι για να προτείνουν την όποια τιμωρία. Η φωνή του δάσκαλου πιο δυνατή, στεντόρεια τώρα:
- Δεν ακούτε;... Τι τιμωρία, ποιος, ποια... Ακούω... τι προτείνετε...
Όλα τα κεφάλια σκυφτά. Η παγωμάρα συνεχίστηκε... Νέκρα απ’ άκρη σ’ άκρη...
Και ξαφνικά ένα χέρι σηκώθηκε:
- Κύριε, σας παρακαλώ, αφού είναι η πρώτη φορά που έκανε μια ζημιά ας του το χαρίσουμε... Σίγουρα θα μας δώσει το λόγο του ότι δεν θα το ξανακάνει... Είναι και καλός μαθητής...
Ήταν ο Τάκης Κατσινούλας, πρωτοξαδερφάκι μου κι ένα χρόνο μικρότερος, που είχε το θάρρος να προτείνει... αθώωση! Έτσι είναι: το αίμα νερό δεν γίνεται.
Οργισμένος ο κυρ Μπάμπης σηκώνει την αγριλίσια βέργα ψηλά με το δεξί του χέρι και ορμά ακάθεκτος, προφανώς για να χτυπήσει τον Τάκη, λέγοντας αναψοκοκκινισμένος:
- Τώρα θα ’ρθω εκεί και θα δείς...
Έλα όμως που υπάρχει θεία δίκη… Τη στιγμή που ξεκίναγε και με το που μπήκε στο διάδρομο, μεταξύ των δύο σειρών των θρανίων, πιάνεται η δεξιά τσέπη του παντελονιού του από το πρώτο θρανίο και κυριολεκτικά ξεσκίζεται ή ξηλώθηκε, ακριβώς δεν θυμάμαι, το παντελόνι του. Μπορεί να έφταιγε το ότι ήταν πολύ χοντρός, μπορεί το ότι «ξεκίνησε» απότομα κι απρόσεκτα. Κάποιοι κρυφογέλασαν, όχι όμως κι εγώ, που η αγωνία μου είχε φτάσει στο κατακόρυφο. ΄Ετσι, ο δάσκαλος έκανε πίσω και κράταγε το ξεσχισμένο παντελόνι του. Ανεβαίνει στην έδρα και λέει στη Γιούλα:
- Πήγαινε να φέρεις το μαθητολόγιο. Τώρα αμέσως. Γκρεμοτσακίσου...
Σηκώθηκε η συμμαθήτριά μου, πήγε στο γραφείο των δασκάλων και έφερε σε δύο λεπτά το μεγάλο ογκώδες βιβλίο.
- Στο Τσάκαλος Κων/νος, εκεί που λέει διαγωγή γράψε: «Κοσμία»
Απ’ όλη την αίθουσα ακούστηκε ένα αυθόρμητο παρατεταμένο: ω, ω, ω, ω, .....
Κάτι σαν πόνος βαθύς, ανείπωτος!
Πολλά χρόνια αργότερα από τότε, μια αγαπημένη συμμαθήτρια, που είχαμε συναντηθεί τυχαία και μεταξύ άλλων θυμηθήκαμε και το συγκεκριμένο γεγονός, μου είπε:
- Κώστα μου, δεν ήταν ω αυτό που ακούστηκε, ήταν ου... Δηλαδή αποδοκιμασία. Εγώ δεν παίρνω όρκο, τι ήταν απ’ τα δύο.
Όποιος έπαιρνε απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου με διαγωγή «Κοσμία» αντί «Κοσμιωτάτη» δεν είχε δικαίωμα να δώσει εξετάσεις στο Γυμνάσιο!!! Τέτοια τιμωρία δεν είχε επιβληθεί ποτέ στο παρελθόν, τουλάχιστον απ’ όσο ξέραμε.
Τότε ήταν που σηκώθηκε ο Ναπολέων Φωληάς και φώναξε:
- Κύριε, να του δώσετε δέκα βεργιές, μη χαλάτε τη διαγωγή του. Και μετά ο Νίκος Γιωτόπουλος:
- Ναι, κύριε δέκα βεργιές. Κι ο Γ. Μπούκος κι ο Χρ. Γκόχαρης κι ο Τάκης Νταλάκος, κι ο Λ. Τσιρώνης κι η Πατρούλα κι η Λόλα κι η Αγγέλω. Όλοι φώναζαν:
- Δέκα βεργιές... Δέκα βεργιές...
Πόσο κράτησαν εκείνες οι φωνές με τις δυο λέξεις «δέκα βεργιές» δεν μπορώ να ξέρω... Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς. Ξέρω, όμως, ότι αυτές τις φωνές -ουσιαστικά φωνές συμπαράστασης- τις ακούω ακόμα και σήμερα στον ύπνο μου, όλο και πιο αραιά βέβαια.
Μόλις κόπασε κάπως ο θόρυβος γυρίζω κι εγώ προς το δάσκαλο και του λέω με τρεμάμενη φωνή:
- Ναι κύριε, δέκα βεργιές, θα τις αντέξω. Σας παρακαλώ, όχι τη διαγωγή μου... Θα φέρω στο σχολείο και τις δύο σανίδες... Βάλτε με ακόμα και στο υπόγειο... Όχι τη διαγωγή μου, σας παρακαλώ κύριε. Θέλω να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Εσείς μου είχατε πει ότι έχω πολλές ελπίδες να πετύχω. Κύριε... Κύριε, σας παρακαλώ...
- Κεριά και λιβάνια… μου είπε «φκιαγμένος» όσο ποτέ και γύρισε προς τη Γιούλα, που κράταγε ανοιχτό το μεγάλο βιβλίο και κυριολεκτικά ούρλιαξε:
- Κοσμία, γράψε… κοσμία, αλλιώς θα τη φας στο κεφάλι κι έδειξε τη βέργα.
Η Γιούλα πήρε το στυλό κι έγραψε: Κοσμία!!!
- Κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, πρόσθεσε μάλλον ικανοποιημένος και σα να είχε ξεθυμάνει.
Αμ δε... Όχι μόνο δεν είχε ξεθυμάνει, αλλά αγριεμένος πιο πολύ από πριν, φυσώντας και ξεφυσώντας, έβγαλε το σακάκι του και με τη βέργα προτεταμένη ούρλιαξε πάλι:
- Άπλωσ’ το χέρι σου…
Άπλωσα το χέρι μου και με το που κατέβασε με λύσσα τη βέργα πρόλαβα και την έπιασα. Την τράβηξα απότομα και την πήρα. Τρέχω στο διάδρομο προς τη μεσόπορτα, που έβγαζε στο διάδρομο, η οποία δυστυχώς ήταν σφηνωμένη∙ πρόσφατα είχε βρέξει κι απ’ τον απίστευτα υγρό καιρό είχε «φουσκώσει» και δεν άνοιγε. Εκείνος προσπάθησε να με ακολουθήσει τρέχοντας κοντά μου και παρ’ ότι «σφήνωσε» κάπου στο διάδρομο με πρόλαβε έχοντας στα χέρια μια άλλη βέργα. Μην έχοντας άλλη διέξοδο πήδηξα πάνω στα θρανία κι εκείνος με χτυπούσε με απερίγραπτη μανία στα γυμνά πόδια μου.
Στη συνέχεια ανέβηκα πάνω στο περβάζι του παραθύρου. Εκεί δεν με έφτανε όσο και να τεντωνόταν. Μέσα σε κλάματα, λυγμούς και αναφιλητά άνοιξα το παράθυρο και γύρισα προς το μέρος του:
- Θα τα πω όλα στον πατέρα μου και θα σε περιποιηθεί. Θα τα πει και στον Παπαθανάση και τότε θα δεις τι έχει να γίνει!
Αμέσως μετά πήδηξα απ’ το παραθύρι στην αυλή, αφού η αίθουσα ήταν ισόγεια, υπερυψωμένη. Το μυαλό μου ήταν θολωμένο, δεν ήξερα τι να κάνω. Σκούπισα κάποια τελευταία δάκρυα και πήρα δρόμο για το σπίτι μου, χωρίς να προλάβω να πάρω τα λιγοστά βιβλία μου που είχα μέσα στο γυλιό μου -έμειναν πάνω στο θρανίο μου.
Σκεφτόμουν τι να πω στον πατέρα μου. Πριν φτάσω σπίτι μου, πήγα μέσα απ’ τα χωράφια του μπαρμπα Τέλιου του Μαϋκαντή στην άκρη του χωριού, στον Τράφο – παραδίπλα απ’ το σπίτι του Α. Ντζελντζέ. Χώθηκα μέσα σ’ ένα τεράστιο σχίνο και προσπαθούσα να σκεφτώ... Εν τω μεταξύ άρχισε να ψιχαλίζει κι εγώ παρέμεινα εκεί μέσα στη σχιναριά ακίνητος. Ένας κότσυφας ήρθε κι άρχισε να ψάχνει με τα ποδαράκια του στο σχινόχωμα, μπροστά μου ακριβώς. Κάποια στιγμή ο κοτσυφάκος τσίμπησε και το λαστιχένιο μαύρο παπούτσι μου «Ελβιέλα» από καουτσούκ. Τότε με πήρε είδηση. Τρόμαξε και πέταξε μακριά.
Κι εγώ να φύγω ήθελα, να πετάξω μακριά, αλλά με τι φτερά. Έτσι κι αλλιώς μου τα είχε σακατέψει ο δάσκαλος. Μου απαγόρευε, με το έτσι θέλω και δίχως αιτία κι αφορμή να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο.
Άρχισε να σουρουπώνει. Μαζεμένος στο καβούκι μου με κυρίευε ο φόβος. Νύχτωσε κι η ψιχάλα καλά κρατούσε. Να πάω σπίτι μου ή να μην πάω; Σίγουρα ο πατέρας μου θα έχει μάθει τι έγινε. Όλο το χωριό θα βούιξε μ’ αυτό που έγινε σήμερα στο σχολείο... Λέω να πάω σπίτι ελπίζοντας τελικά να μη με μαλώσει ο πατέρας μου, που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ αυστηρός μαζί μου...
Ξαφνικά ακούω κουβέντες.
- Μπα, αποκλείεται να πήγε στο ποτάμι. Φαινόταν μυαλωμένο παιδί.
- Πού να ξέρεις πού μπορεί να πήγε, μικρό παιδί είναι.
Και πάνω εκεί που ακούγονταν κι άλλες φωνές μπερδεμένες με άλλες, άκουσα πεντακάθαρα και πολύ δυνατά απ’ το αλωνάκι του μπαρμπα Τέλιου τη φωνή του Τάκη Κατσινούλα:
- Κώστααα... Ξαδερφούλη... Έλα σπίτι δεν θα σε μαλώσει ο πατέρας σου.
Τότε κατάλαβα πως τα πράγματα είχαν γίνει χειρότερα. Ξεσηκώθηκε το χωριό και μ’ έψαχνε... Σηκώθηκα και πολύ γρήγορα, μέσα στο μισοσκόταδο απ’ το πίσω μέρος -το δυτικό- του χωριού πήγα μέσα στον κήπο του σπιτιού μου κι από κει φώναξα:
- Τάκηηη, εδώ είμαι, τι με θέλεις...
Ο Τάκης έτρεξε απ’ το αλωνάκι προς το μέρος μου κρατώντας μάλιστα και το γυλιό με τα βιβλία μου, που είχα αφήσει στο σχολείο.
Στο σπίτι όλα παραδόξως καλά! Σα να μην είχε συμβεί τίποτα! Ούτε λέξη για το τι έγινε στο σχολείο. Ούτε απ’ τον πατέρα μου ούτε απ’ τη μάνα μου και οι θείοι μου, ο Στάθης, ο Ηλίας, ο Βασίλης και μερικοί άλλοι απ’ τη γειτονιά είπαν «καληνύχτα» κι έφυγαν.
Την άλλη μέρα στο σχολείο έλειπε ο δάσκαλος. Έλειπε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Κάποιοι είπαν πως είχε πάει στην Αθήνα για δουλειές. Στο σχολείο επέστρεψε ύστερα από μια ολόκληρη βδομάδα. Ένα απ’ τα επόμενα βράδια στο σπίτι μας ήρθε ο Κ. Χαραλαμπάκης, απ’ τους προύχοντες του χωριού, τους προεστούς, στον οποίο ο πατέρας μου εργαζόταν «μισακατάρης» – τις περισσότερες φορές έπαιρνε τα κτήματά του «τριτάρικα». Παράξενο που καταδέχτηκε και ήρθε στο σπίτι μας.
Πήγαν οι δυο τους στο διπλανό δωμάτιο και έλεγαν, έλεγαν, αλλά δεν μπορούσα να ακούσω καθαρά. Κάποιες λέξεις ξεχώρισα: Σχολείο... ο χοντροδάσκαλος... το παιδί... ο Παπαθανάσης... τιμωρία... διαγωγή...
Άρα, μιλούσαν για μένα, αλλά δεν καταλάβαινα τι ακριβώς. Εκείνο που ξεχώρισα καθαρά ήταν η τελευταία φράση που είπε φεύγοντας:
- Νικόλα μου, εσύ μην ξανακάνεις αυτό που έκανες, άστο θα το βρει απ’ το Θεό. Τα άλλα θα τα δούμε...
Λίγες μέρες αργότερα φτάνει στο σχολείο μας ο επιθεωρητής...
•
Ο Πάνος, ο δάσκαλος, που είχα μπροστά μου και στον οποίο έλεγα την ιστορία μου με την τιμωρία, σηκώθηκε και μου λέει:
- Ώπα, ώπα, εδώ πες μου τι έγινε με τη διαγωγή σου και μετά μου λες για τον επιθεωρητή... Δεν μπορεί να ήταν έτσι τα πράγματα και πώς έδωσες εξετάσεις στο Γυμνάσιο με διαγωγή «Κοσμία». Σα να τα παραλέτε εσείς οι δημοσιογράφοι. «Παλιοχαρλαμάκ’», «παλιολειτουργά», με «Κοσμία» μόνο χωροφύλακας μπορούσες να πας τότε...
- Καλά μη βιάζεσαι, τελειώνει η ιστορία με την τιμωρία. Περίμενε, μη βγάζεις συμπεράσματα...
- Πώς να μη βγάζω, αφού και Γυμνάσιο πήγες και σπούδασες... Δε γινόσουν όλ’ αυτά με διαγωγή «Κοσμία».
- Λοιπόν, άκου, εν τάχει, τι έγινε με τον επιθεωρητή και μετά βγάζεις όσα συμπεράσματα θέλεις.
- Λέγε, σ’ ακούω, είπε ο Πάνος και ξανακάθισε.
- Ο επιθεωρητής ήρθε, αλλά ποτέ δεν έμαθα αν ήρθε τυχαία ή σταλμένος απ’ το Θεό. Μπαίνει στην τάξη μας, την ΣΤ’ -τότε η ΣΤ’ έκανε μαζί με την Ε’ και είχαμε μαζί και τη Β’- και άρχισε να ρωτάει κάποιες σχετικά δύσκολες ερωτήσεις στην αρχή και μετά εύκολες. Κανένας απ’ τους συμμαθητές μου δεν απαντούσε. Μόνον εγώ σήκωνα το χέρι και έδινα απαντήσεις. Μετά ο επιθεωρητής άρχισε να κάνει πολύ εύκολες ερωτήσεις:
- Ποια είναι η πρωτεύουσα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας;
Χαμηλόφωνα ένας συμμαθητής μου το πέταξε: «Η Σπολάιτα...»! ΄Επεσε κάμποσο γέλιο και μας πήρε είδηση ο επιθεωρητής... Στη συνέχεια εγώ και βέβαια σήκωσα το χέρι και έδωσα απάντηση:
- Το Μεσολόγγι, παρότι είναι δεύτερη πόλη σε πληθυσμό μετά το Αγρίνιο. Αλλά λόγω ιστορίας...
Ο επιθεωρητής με διέκοψε, μάλλον εκνευρισμένος και στραφείς προς το δάσκαλο του λέει:
- Καλά, από μια ολόκληρη τάξη, μόνον ένας θα πετύχει στο Γυμνάσιο; Τι συμβαίνει εδώ;
Αμέσως πετάχτηκα όρθιος και με πολύ δυνατή φωνή είπα στον επιθεωρητή:
- Μα εμένα δεν μ’ αφήνει να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο, κύριε επιθεωρητά. Μου έχει χαλάσει τη διαγωγή, επειδή έγραψα κι εγώ το όνομά μου στο θρανίο...
Στη στιγμή ακριβώς σηκώνεται και ο Βασ. Σταθέλος και λέει:
- Δεν το ’γραψε ο Κώστας το όνομά του στο θρανίο. Εγώ του το ’γραψα με τη δική μου σουγιά.
Ο επιθεωρητής έμεινε απορημένος να κοιτάζει το δάσκαλο, ο οποίος στράφηκε στην Πατρούλα και της λέει:
- Πήγαινε να φέρεις το μαθητολόγιο.
Έτρεξε η Πατρούλα και σε μηδέν χρόνο έφερε το μεγάλο βιβλίο.
- Εκεί στο όνομα Τσάκαλος Κων/νος, που είναι γραμμένο «Κοσμία» διόρθωσέ το σε «Κοσμιωτάτη»!
Έτσι κι
έγινε..
Ο Πάνος, ο δάσκαλος, ο δύσπιστος -και μάλλον με ο δίκιο του- ξανασηκώθηκε, στρέφεται προς εμένα και με θριαμβευτικό ύφος λέει:
- Εδώ σε έχω...
- Δηλαδή, τι εννοείς; τον ρωτάω.
- Όταν σου λέω «εδώ σε έχω» το εννοώ, λέει ο Πάνος και πάει πίσω μου στη βιβλιοθήκη. Ψάχνει για λίγο και κατεβάζει ένα μεγάλο βιβλίο, το μαθητολόγιο. Το άνοιξε...
- Τι ψάχνεις; του λέω...
- Αν είναι διορθωμένη η διαγωγή σου θα φαίνεται εδώ, έστω κι αν έχουν περάσει από τότε τριάντα τόσα χρόνια...
Εν τω μεταξύ σηκώθηκα κι εγώ να δω. Δεν πίστευα πως μετά από τόσα χρόνια το συγκεκριμένο μεγάλο βιβλίο θα ήταν εκεί.
- Και, ω, του θαύματος, όντως η διαγωγή σου, φαίνεται καθαρά διορθωμένη από Κοσμία σε Κοσμιωτάτη. Δηλαδή, το τελευταίο γράμμα στη λέξη «Κοσμία» το -α είχε γίνει -ω και στη συνέχεια -τάτη. Ε, έτσι εξηγείται που πέτυχες στο Γυμνάσιο και μάλιστα πρώτος απ’ όλους...
Ο Πάνος μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ’πε συγκινημένος ,αλλά μεταξύ σοβαρού και αστείου:
- Καλά, δεν
θα ξανααμφισβητήσω δημοσιογράφο, αν και καμιά φορά τα παραλέτε!
Υ.Γ.: Πενήντα τόσα χρόνια από τη χρονιά της «τιμωρίας» κι ενώ βρίσκομαι στη Σπολάιτα Αγρινίου για το Πάσχα του 2011 ο θείος μου ο Στάθης, ο τελευταίος επιζών αδερφός του πατέρα μου, μού αποκάλυψε ένα ακόμα επεισόδιο -το τελευταίο- από κείνο το δράμα: Το ίδιο βράδυ της ημέρας, που ο δάσκαλος μου είχε χαλάσει τη διαγωγή και φυσικά μου είχε συμπεριφερθεί με τον πιο χυδαίο τρόπο, στο κεντρικό καφενείο του χωριού, ο πατέρας μου, που εν τω μεταξύ είχε μάθει τα καθέκαστα, είδε το δάσκαλο και τον άρπαξε απ’ το λαιμό. Τον χαστούκισε πέντε - έξι φορές και τον έφτυσε στο πρόσωπο: «Έτσι φτύνουν...» του είπε και τον πέταξε κάτω δίνοντάς του αρκετές κλωτσιές στα προκοίλια και στον κώλο. Ευτυχώς, πρόλαβαν άλλοι χωριανοί «και τον έβγαλαν» απ’ τα χέρια του ζωντανό.
- Θες να μάθεις και τι άλλο του είπε; Θα το γράψεις αυτό;
- Και βέβαια θα το γράψω, λέγε θείε Στάθη...
- Βάλε στο γιο μου όποιες διαγωγές θέλεις, βάλτου όποιους βαθμούς νομίζεις, αλλά έτσι και ξαναγγίξεις μια τρίχα απ’ τα αρχ... του θα σε κάνω κομματάκια. Θα σε λιανίσω κακομοίρη μου. Εγώ έχυσα αίμα στην Κορυτσά και χρόνια αργότερα γύρισα τελευταίος απ’ το Γράμμο για να ’χουμε λεφτεριά και δημοκρατία και όχι εσύ να δέρνεις αλύπητα και να ξεφτυλίζεις παιδιά έντεκα χρονών... χοντροκοιλαρά... Πρώτα ήσουν με τους κουμουνιστές και μετά την έκανες γυριστή. Πήγες με τους χίτες. Βρωμοχίτη – ήσουν και συ ένας απ’ αυτούς που μου κάψατε την καλύβα. Σου είχα πολλά μαζεμένα...
--------------------ο-------------------
Σύντομο βιογραφικό. Ο Κωστής Τσιάκαλος γεννήθηκε στην Σπολάιτα Αγρινίου. Η καταγωγή των γονιών του είναι από την Αργιθέα Αγράφων-εκείθεν από το Σούλι.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣ επί 32 συνεχή χρόνια.
Υπήρξε διευθυντής τύπου της ΓΣΕΒΕΕ (1977-1983), Προϊστάμενος του γραφείου τύπου του ΕΟΜΜΕΧ (1984-2007).
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1978, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συνταχτών και της διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. (IFJ).
Έχει εκλεγεί δέκα φορές στο Μικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ και δυο φορές αντιπρόσωπος στην ΠΟΕΣΥ. Στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ το 1999 έλαβε παμψηφία.
Έχει διδάξει σε σεμινάρια δημοσιογραφίας που αφορούσαν σε μεταπτυχιακές σπουδές. Επίσης έχει κάνει εισηγήσεις και έχει προεδρεύσει σε συνέδρια δήμων, επιχειρήσεων, οργανώσεων, οργανισμών.
Έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις για το λογοτεχνικό του έργο. Το 2014 τιμήθηκε με το Ρωσικό βραβείο ποίησης από την Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα. Πρόσφατα τιμήθηκε με το «Α» βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Πολιτισμού καθώς και με το χρυσό βραβείο «Ρήγας Φεραίος».
Α.Κ.Κ.