«Ελευθέρια 2023» Επετειακή εκδήλωση για την απελευθέρωση του Ζαπαντιού πριν 202 χρόνια.
Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας
Σαν σήμερα 26 Ιουλίου γιορτή της Αγίας Παρασκευής, πριν 202 χρόνια έγινε η κατάληψη του Ζαπαντιού από τους επαναστατημένους Έλληνες. Έτσι ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση της πιο εύπορης περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας, (Ζαπαντοβράχωρο σύμφωνα με το Δημοτικό τραγούδι)[i], μετά από υποδούλωση αιώνων από τους Τουρκαλβανούς.
Οι κάτοικοι της Μεγάλης Χώρας τιμώντας τους ηρωικούς αγώνες των προγόνων μας το 1821, συνεχίζουν την παράδοση του εορτασμού της επετείου κάθε χρόνο της Αγίας Παρασκευής.
Η εκδήλωση έγινε με την συμπαράσταση και συνεργασία του Δήμου Αγρινίου, της Τοπικής Κοινότητας Μεγάλης Χώρας, του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού Αποστόλου Παύλου και πολλών ενεργών πολιτών.
Κάτοικοι της κοινότητας και όχι μόνο, παρακολούθησαν την Θεία Λειτουργία και την Δοξολογία, όπου ιερούργησαν οι Αιδεσιμότατοι Κοσμάς Τσιτσιβός-εφημέριος Μεγάλης Χώρας- και ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Κατσαούνης, Θεολόγος-προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος Νέας Ιωνίας, που έχει καταγωγή από την Μεγάλη Χώρα και κάθε χρόνο συμπαραστέκεται στην εκδήλωση μνήμης.
Με το πέρας της Θείας Λειτουργίας ο κύριος Κωνσταντίνος Νάκος, (Σύμβουλος εκπαίδευσης Μαθηματικών Δυτικής Ελλάδας Msc, MA, Msc), εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας. Ξεκίνησε με την περιγραφή της περιοχής που διασώθηκε με πολλές λεπτομέρειες από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή. [ii] O κ. Νάκος έκλεισε την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του με τα λόγια: «Κυρίες και κύριοι η χώρα μας διέρχεται πολλούς κινδύνους και κρίσεις. Θέματα κοινωνικά, πολιτισμικά, παραδόσεων και ιστορικά, θέτουν καθημερινά στον σύγχρονο Έλληνα βαθιά ερωτήματα. Αλλά και το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής το οποίο βιώνουμε με εφιαλτικό τρόπο, μας καλεί σε εγρήγορση. Όλοι μαζί και ο κάθε ένας χωριστά πρέπει να κάνουμε το χρέος προς την Πατρίδα μας, έστω και «ες μικρόν», σύμφωνα με τον Εθνικό ας ποιητή! Διά των πρεσβειών της Οσιομάρτυρος Παρασκευής της Αθληφόρου, εύχομαι σε όλους, έτη πολλά με υγεία! Και του χρόνου!». (Ο πλήρης λόγος του κυρίου Νάκου ακολουθεί στο τέλος του κειμένου).
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε και ο πρόεδρος της Τ.Κ. Μεγάλης Χώρας κ. Γρηγόριος Χασιώτης.
Στην Θεία Λειτουργία, δοξολογία και επιμνημόσυνη δέηση, ιεροψάλτες ήταν οι κ.κ. Λεωνίδας Γαρουφαλής, Ιωάννης Τασολάμπρος και Θεόδωρος Αυγέρης.
Κατά την δοξολογία και την κατάθεση στεφάνων στο Ηρώο, την Ελληνική Σημαία κρατούσαν δύο νεαρά παλικάρια ντυμένα με την Εθνική μας παραδοσιακή φορεσιά. Μέλη του Συλλόγου Δήμου Αγρινίου, ο Θεόδωρος Τσακμάκης και ο Παναγιώτης Τσιτσιβός.
Με το πέρας της Θείας Λειτουργίας και της Δοξολογίας, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες στους αγώνες υπέρ πίστεως και πατρίδας.
Συντονιστής στην τελετή ήταν ο κ. Νικόλαος Μπλαχούρας, προπονητής της τοπικής ομάδας «Δάφνη Μεγάλης Χώρας» και επίτροπος στην εκκλησία του Αγίου Παύλου. Προσφώνησε τους επισήμους στην κατάθεση στεφανιών.
Δάφνινα στεφάνια κατέθεσαν στο Ηρώο από τον Δήμο Αγρινίου η Αντιδήμαρχος Πολιτισμού κα. Μαρία Παπαγεωργίου, ο πρόεδρος της Τοπικής κοινότητας Μεγάλης Χώρας κ. Γρηγόρης Χασιώτης, η κα. Χρυσούλα Τασολάμπρου Μέλος της Επιτροπής Τουριστικής Ανάπτυξης του Δήμου και υποψήφια για Δημοτική Σύμβουλος στις προσεχείς εκλογές, ο Γραμματέας του Συνδέσμου Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας Αγρινίου κ. Χρήστος Αυδής, ο Πρόεδρος του Πανευρυτανικού Συλλόγου Αιτωλοακαρνανίας κ. Κωνσταντίνος Λιούπρας, ο ομιλητής της εκδήλωσης κ. Κωνσταντίνος Νάκος, ο κ. Κωνσταντίνος Σιατής Πρόεδρος του συλλόγου Γονέων & κηδεμόνων του Δημοτικού Σχολείου Μεγάλης Χώρας, η κα. Σάνα Ξενάκη εκπαιδευτικός για το 3ο Δημοτικό Σχολείο Μεγάλης Χώρας, ο κ. Κωνσταντίνος Ντάϊκος εκ μέρους του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, ο Προπονητής της ομάδας «Δάφνη» κ. Νικόλαος Μπλαχούρας και τελευταίοι, με βηματισμό Ευζώνων της Ανακτορικής φρουράς, οι δυο τσολιάδες σημαιοφόροι Παναγιώτης Τσιτσιβός και Θοδωρής Τσακμάκης!
Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή, εψάλη ο Εθνικός ύμνος και ο συντονιστής Νίκος σήμανε την λήξη της σεμνής τελετής.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν πέραν από τους παραπάνω, ο κ. Δημήτριος Τσιούνης Πρόεδρος του Συνδέσμου Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας Αγρινίου, ο πρώην Δήμαρχος Νεάπολης κ. Παναγιώτης Τσιαμάκης, ο πρώην Πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Μεγάλης Χώρας και νυν Τοπικός Σύμβουλος κ. Γεώργιος Μέρκος, πολλοί κάτοικοι της κοινότητας, επισκέπτες από το Αγρίνιο και άλλες γύρω περιοχές.
Το εκκλησιαστικό συμβούλιο πρόσφερε καφέ κρύα νερά και αναψυκτικά σε παρακείμενη καφετέρια στην Μεγάλη Χώρα στους συμμετέχοντες στην εκδήλωση. Όλοι ευχήθηκαν «Χρόνια Πολλά» και του χρόνου να ξαναβρεθούμε στην επόμενη εκδήλωση, υγείας και…καύσωνα επιτρέποντος!
Απόστολος Κων. Καρακώστας
Ακολουθεί η πλήρης ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Νάκου
«ΤΟ ΖΑΠΑΝΤΑ Η ΖΕΜΠΑΝ Η ΖΑΠΑΝΤ
Η ΖΑΠΑΝΤΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΩΡΑ»
(Του Κωνσταντίνου Νάκου Σχολικού Συμβούλου)
Το Ζαπάντα ή Ζεμπάν ή Ζαπάντ ή Ζαπάντι ή Μεγάλη Χώρα βρίσκεται Βορειοδυτικά του Αγρινίου και δεσπόζει της Αιτωλικής πεδιάδας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους εκεί κοντά ήταν κτισμένη μια αρχαία πόλη ή το «παλιό» Αγρίνιο –σύμφωνα με τον προφορικό λόγο των σημερινών κατοίκων της περιοχής . Η ιστορία του Ζαπάντ μπορεί να φωτίσει την αντιθετική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο επίσημο/δημόσιο λόγο του έθνους-κράτους και την ανεπίσημη/λαϊκή (ατομική και κατ’ επέκταση συλλογική) κουλτούρα και μνήμη. Ενώ ο δημόσιος εθνοκεντρικός λόγος μπορεί να ρίξει στη λήθη σημαντικά στοιχεία της ιστορίας ενός τόπου, η λαϊκή παράδοση έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει στη μνήμη κάποια από αυτά. Στο δημόσιο λόγο το Ζαπάντ ονομάζεται σήμερα Μεγάλη Χώρα και η ιστορία του αποσιωπάται. Αντίθετα στον μη επίσημο λόγο ονομάζεται Ζαπάντι και στη λαϊκή μνήμη μπορεί να ανιχνεύσει κανείς σημάδια από τα περασμένα μεγαλεία του.
ΤΟ ΖΑΠΑΝΤΙ (ΜΕΓΑΛΗ ΧΩΡΑ) ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ας δούμε τί αναφέρει και για το γειτονικό του Βραχωριού (Αγρινίου) χωριό Ζαπάντι (Μεγάλη Χώρα) ο περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί, το 1667, στον όγδοο τόμο του βιβλίου του Σεγιαχατναμέ, ένα μέρος του οποίου μεταφράστηκε και στα Ελληνικά, με τίτλο: Εβλιά Τσελεμπί, Ταξίδι στην Ελλάδα, (μετάφρ. Ν. Χειλαδάκης, έκδ. Εκάτη, 1991), σ. 210-211 :
«Ζεμπάν» [Ζαπάντι (Μεγάλη Χώρα)]. Τρείς ώρες δρόμο [μετά το Νατολκό (= Αιτωλικό)] μές στα βουνά και υπάρχει καλοχτισμένος και ωραίος ορεινός κασαμπάς [κωμόπολη], που ανήκει στη δικαιοδοσία του Καπουδάν Πασά και βρίσκεται μέσα στα όρια του σαντζάκ [νομού] του Κάρλελι (Κάρλι-ελί). Είναι «χάς χουμαγιούν [Σουλτανικό χάσι/τιμάριον]», βοεβοδιλίκ [έδρα πολιτικού διοικητηρίου] και καζάς παγιέ [έδρα ιεροδικαστικής εξουσίας σε επίπεδο επαρχίας] εκατόν πενήντα ακτσέδων [ακτσές = νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]. Ο ναχιές [Δήμος (Ζαπαντίου)] του περιλαμβάνει […] χωριά. Στα γύρω βουνά υπάρχουν καταστρεμμένα αρχαία φρούρια. [Στο Ζεμπάν] εδρεύει : Ναϊπης [ιεροδικαστής], υπαγόμενος – διοικητικά – στο Λαχόρ [Βραχώρι Αγρίνιο]. Είναι επίσης έδρα Σεμπάχ-κετχουντασί και έχει: Σερντάρη, Μουχτασίπ [Αγορανόμο], Μπαντζάρ και Χαράτς-εμινί [Φοροεισπράκτορα του κεφαλικού φόρου]. Το τζαμί του παζαριού έχει πολύ μεγάλη ενορία. Ο μιναρές του είναι χτισμένος με σπασμένο τούβλο και η αυλή του στολίζεται με θεόρατα κυπαρίσσια. Υπάρχει ακόμα ένα τζαμί: το Κιουτσούκ-Παζάρ. Σκόρπια στους μαχαλάδες, βρίσκονται: έντεκα μεστζίτ [τέμενος χωρίς μιναρέ], δύο μεντρεσέδες [Ιεροδιδασκαλεία], τρία μεκτέπ [σχολείο για μικρά παιδιά], […] ντερβισάδικοι τεκέδες, τρία χάνια [πανδοχεία] και δύο χαμάμ [Λουτρό για ομαδικό μπάνιο], από τα οποία, το ένα είναι στην κυρίως αγορά και το άλλο σε χίλια τουλάχιστο γεμάτα βήματα απόσταση, στο Κιουτσούκ-Παζάρ. Από μαγαζιά, υπάρχουν πενήντα επτά, κι απ’ αυτά τα πενήντα βρίσκονται στη μεγάλη αγορά. Μια φορά την εβδομάδα γίνεται εμποροπανήγυρη, που συγκεντρώνει πλήθος εμπόρων και αγοραστών. Ο φόρος του παζαριού είναι κληροδότημα του τζαμιού του κωφάλαλου Μουσά Αγά. Ο Μουσά Αγά – που είναι ευνούχος στο σουλτανικό χαρέμι – ίδρυσε την πόλη αυτή στα χρόνια του επουλφατίχ [εκπορθητή] Μουχάμετ Χάν [ = Μωάμεθ Β΄)]. Γι’ αυτό και ονομάζεται: Ζεμπάν (γλώσσα), κατ’ ευφημισμό για τον μουγγό αγά. Ο κασαμπάς [κωμόπολη] έχει τριακόσια σπίτια κακοχτισμένα – και όλα με τούβλα – που περιστοιχίζονται από μπαχτσέδες και αμπέλια. Δυστυχώς οι κάτοικοι είναι λίγοι, γιατί εδώ και μια τετραετία η κωμόπολη μαστίζεται από μια μυστηριώδη επιδημία. Και γι’ αυτόν τον λόγο απαγορεύσανε την είσοδο και σε μένα ακόμα «που δεν είμαι τίποτα». Πάντως, καλά θα κάνει όποιος περάσει απ’ το μέρος αυτό να μην το ομολογάει, γιατί οι χωρικοί των άλλων περιοχών ξέρουν πως το Ζεμπάν είναι μολυσμένο κι αποφεύγουν όσους έρχονται αποκεί. Κι έτσι, κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς φαγητό και κατάλυμα. Χάρη στον Αλλάχ, εμείς περάσαμε κείθε και δεν πάθαμε το παραμικρό. Ίσως γιατί δεν ήρθαμε σε επαφή με κανέναν απ’ τους ντόποιους. Και το σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο υποχρεωνότανε ο κασαμπάς να στείλει ραγιάδες και στρατιώτες στον ντισντάρη [Φρούραρχο] της Μάνης [κωμόπολη Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας], το παραδώσαμε σ’ έναν μουσουλμάνο αγρότη, που το σπίτι του ήταν πολύ μακρυά από το Ζεμπάν. Σ’ αυτουνού μείναμε τη νύχτα και το πρωί, αφού του δώσαμε τριακόσια γρόσια και αγοράσαμε ένα άλογο, φύγαμε άρον-άρον. Το κλίμα είναι βαρύ κι η περιοχή παράγει ρύζι. Αλλά το προϊόν που έχει κατακτήσει τον κόσμον όλον, είναι ο καπνός του Ζεμπάν. Είναι πλατύφυλλος κι έχει σέρτικο άρωμα. Ο κασαμπάς δεν έχει τρεχούμενο νερό και όλοι πίνουν απ’ τα πηγάδια. Παρόλα αυτά, όμως η πεδιάδα είναι πολύ καρπερή. Εξαιτίας της επιδημίας, έχουν μείνει λίγοι άντρες στην περιοχή. Έτσι, μια γυναίκα ή μια κόρη με πεντέξι πουγγιά προίκα, μπορεί να παντρευτεί τον καλύτερο μουσουλμάνο. Γι’ αυτό, οι πιο πολλές από τις γυναίκες των σερήδων [πιστών Μουσουλμάνων, σε αντίθεση με το «καφίρηδες (=άπιστοι)»] είναι θυγατέρες γκιαούρηδων [Ελλήνων]. Στα περισσότερα σπίτια μιλάνε όλοι ρωμέικα [Ελληνικά] – το ίδιο καλά με τα τούρκικα, - αλλά η νοοτροπία τους είναι καθαρά ρωμέικη [Ελληνική]. Όλων τα ρούχα είναι τσόχινα. Οι πιο γέροι φοράνε μεγάλα λευκά σαρίκια, ενώ οι νεώτεροι είναι ντυμένοι νησιώτικα κι έχουνε κόκκινα φέσια».
Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, τόμος Στερεά Ελλάς, Αττική, Κόρινθος, 1995, Βιβλίο Δέκατο, Κεφάλαιο τέταρτο, σ. 290), γράφει ότι, στη δεκαετία 1805-1815, «το Ζαπάντι [Μεγάλη Χώρα] ήταν μια κωμόπολη ογδόντα σπιτιών μουσουλμάνων», αλλά δεν αναφέρει τον αριθμό των σπιτιών των ελληνικών οικογενειών.
Ένα από τα κοντινότερα χωριά του Αγρινίου είναι η Μεγάλη Χώρα (το τέως Ζαπάντι). Απέχει μόλις 3 χλμ βοριοδυτικά του Δήμου Αγρινίου, στον οποίο ανήκε διοικητικά μέχρι το 1923.
Φημισμένο για το μυρωδάτο καπνό του ήταν το Ζαπάντι και αποτέλεσε κινητήρια δύναμη του χωριού. Όλη η οικονομία στρεφόταν γύρω από τον καπνό ως και τη δεκαετία 1990-2000.
Κατά τη παράδοση δημιουργήθηκε από Έλληνες εξωμότες που πλαισίωναν την ομάδα του μουσουλμάνου οικιστή, ευνούχου Μουσά Αγά. Αυτοί δεν είχαν σχέσεις ούτε επιγαμίες με τους μουσουλμάνους του Βραχωρίου (Αγρινίου).
Χαρακτηρίζονται μάλιστα ως Ελληνίζοντες, τόσο για τη γλώσσα, όσο και για τα ήθη. Το γεγονός αυτό δίνει και μια εξήγηση γιατί ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια παλαιοχριστιανική βασιλική (4ος-6ος αι. μ.Χ.), το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της περιοχής, συνυπήρχε με τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ» και μάλιστα, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, «φαίνεται» ότι ο ναός ζωγραφίστηκε ολόκληρος τον 16ο αιώνα, την εποχή που το μουσουλμανικό Ζαπάντ’ βρισκόταν σε μεγάλη ακμή.Στο Ζαπάντι είχε καθιερωθεί η συνήθεια οι μουσουλμάνοι να νυμφεύονται χριστιανές (φαινόμενο κρυπτοχριστιανισμού). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την περιφρόνηση, αλλά όχι την αντίδραση των Τούρκων του Βραχωρίου, γιατί είχαν ανάγκη τους Ζαπαντιώτες.
Από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα το Ζαπάντ’ ήταν μια μεγάλη κωμόπολη. Είχε 300 σπίτια που περικλείονταν με ψηλούς τοίχους, τρία σχολεία και δύο λουτρά. Ήταν επίσης μεγάλο εμπορικό κέντρο. Είχε 57 μαγαζιά και τρία χάνια για εμπόρους, γιατί κάθε βδομάδα γινόταν μεγάλη εμποροπανήγυρις και τα καπνά του είχαν κατακτήσει τον κόσμο.
Έτσι το Βραχώρι μαζί με το Ζαπάντι αποτελούσαν ενιαίο οικονομικό σύνολο και ταυτόχρονα εμπορικό κέντρο στον ευρύτερο Αιτωλοακαρνάνικο χώρο. Στις 26 Ιουλίου του 1821 οι Τούρκοι ύστερα από σκληρή μάχη παραδόθηκαν και το Ζαπάντι απελευθερώθηκε.
Η ονομασία της πόλης (Ζεμπάν, Ζαπάντ’) δεν είναι τούρκικη, αλλά σλαβική.
Του αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Γεωργίου Κατσαούνη
Οι ενωμένες δυνάμεις των Ελλήνων με αρχηγούς τον Βλαχόπουλο με 500 άντρες, το Γρίβα και τον Ραζηκότσικα αρχηγό της φρουράς των Μεσολογγιτών, με οπλαρχηγούς τους Νικόλαο Ζέρβα, Γιαννάκη Στάικο, Δημοτσέλιο, Ανδρέα Ίσκο, Κώστα Βλαχόπουλο, Νότη Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Λάμπρο Βέϊκο και άλλους, καθώς και με την συνδρομή του Γεωργίου Βαρνακιώτη μετά την 11η Ιουνίου που παραδόθηκε το Αγρίνιο στους Έλληνες, επιτέθηκαν στο οχυρό Ζαπάντι.
Η κωμόπολη αυτή απέχει μόλις μισή ώρα με τα πόδια από το Αγρίνιο (Βραχώρι). Κατοικούνταν από Τούρκους σκληρούς πολεμιστές, περί τους 300. Ο αριθμός τους δε αυξήθηκε από Αλβανούς που κατέφυγαν εκεί μετά την κατάληψη του Αγρινίου. Οι Ζαπανταίοι Τούρκοι οχυρώθηκαν στα τζαμιά του χωριού, στα οχυρά σπίτια (που ορισμένα υπάρχουν ακόμα) και σε τέσσερις ισχυρούς τοίχους. Η δύναμη των Ελλήνων ανέρχονταν σε 2.000 άνδρες. Ο αρχηγός των Τούρκων Γιουσούφ Ζουλφικάρ Αγάς αρνήθηκε να παραδώσει την πόλη. Έτσι άρχισε η πολιορκία. Την 16η Ιουνίου ενεργήθηκε έφοδος από τους Έλληνες οι οποία απέτυχε αφήνοντας αρκετούς νεκρούς και τραυματίες από΄ τους Έλληνες.
Μεταφέρθηκε από το Μεσολόγγι ένα ακόμη κανόνι από αυτά που είχε ξεφορτώσει από το πλοίο του ο Άγγλος πλοίαρχος Χούντερσον ή είχε πουλήσει αυτά κατά τον Τρικούπη στους Έλληνες. Επειδή όμως ούτε τα βλήματα ήταν κατάλληλα ούτε έμπειροι πυροβολητές υπήρχαν, τα οχυρά του Ζαπαντίου δεν υφίστατο καμία βλάβη.
Η πολιορκία χρόνιζε και πολλοί από τους πολιορκούντες Έλληνες οπλαρχηγούς άρχισαν να φεύγουν προς άλλες κατευθύνσεις πεπεισμένοι ότι το Ζαπάντι δεν θα καταληφθεί. Ο Βλαχόπουλος έμεινε εκεί με την ένοπλο δύναμη της επαρχίας του αποκλείοντας το Ζαπάντι από όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι έγκλειστοι Τούρκοι να τρέφονται μόνο με ρύζι που είχε μείνει στις αποθήκες τους. Ο Έλληνας αρχηγός διέταξε να σκαφτεί υπόνομος και να ανατινάξουν μέρος του περιτοιχίσματος.
Τη 18η Ιουλίου 1821 έβαλαν πυρ στον υπόνομο και πράγματι η πυρίτιδα που είχε τεθεί εκεί άνοιξε ρήγμα μεγάλο. Οι Τούρκοι όμως αντί να τα χάσουν έκαναν αντεπίθεση. Οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν και προς στιγμήν απειλήθηκε διάλυση του Ελληνικού στρατοπέδου. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο Βλαχόπουλος αναγνώρισε τον Ζουλφικάρ Αγά, αρχηγό των Τούρκων τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Η έφοδος των τούρκων ανεκόπη. Γύρισαν στα οχυρά τους αποθαρρημένοι και από το γεγονός ότι οι Έλληνες τα κεφάλια των νεκρών Τούρκων τα έβαλλαν σε στήλους μπροστά στο στρατόπεδό τους. Ο τρόμος, η πείνα και η απελπισία τους έκαναν να ζητήσουν διαπραγματεύσεις με τον Βλαχόπουλο για την παράδοση.
Συμφωνήθηκε να εγκαταλείψουν το Ζαπάντι άνευ όπλων υπό τον όρο ότι οι Έλληνες θα σέβονταν την ζωή και την τιμή τους. Οι Αλβανοί που βρέθηκαν εκεί αφού αφοπλίστηκαν, εστάλησαν μέσω του Μακρυνόρους στην Άρτα. Η ημέρα της παράδοσης (απελευθέρωσης) του Ζαπαντίου, δηλαδή της Μεγάλης Χώρας έγινε 26 Ιουλίου 1821, μνήμη της Αγίας Παρασκευής της Αθληφόρου.’
ΠΗΓΕΣ
1. Δρ. Ι. Νεραντζής, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων.
2. π. Γεώργιος Κατσαούνης, Θεολόγος-προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος Νέας Ιωνίας,
Έπειτα από την απελευθέρωση του Βραχωρίου (11 Ιουνίου 1821), οι επαναστάτες κινήθηκαν εναντίον του Ζαπαντίου. Το τελευταίο, ευρισκόμενο τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Αγρινίου, σήμερα ονομάζεται Μεγάλη Χώρα και έχει περίπου 1.400 κατοίκους. Παρότι ο Σπυρίδων Τρικούπης το ονομάζει «μικράν κωμόπολιν», κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο είχε 300 σπίτια, 57 μαγαζιά, τρία σχολεία, τρία χάνια και δύο λουτρά. Όντας λοιπόν ένα σπουδαίο κέντρο παραγωγής και εμπορίου καπνού, προσέλκυε στην εβδομαδιαία του εμποροπανήγυρη αρκετούς τοπικούς οικονομικά ισχυρούς παράγοντες.
Όσον αφορά την καταγωγή των κατοίκων, οι αναζητήσεις μας απαντούν αρκετές δυσκολίες: η λέξη «Ζαπάντ’» δεν είναι τουρκική, μα σλάβικη. Για τους Οθωμανούς, μα και τον γνωστό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, οι Ζαπαντιώτες ήταν «ελληνίζοντες», θεωρούσαν δε πως ήταν απόγονοι των αρχαίων Λαλαίων. Υπάρχουν δηλαδή βάσιμες υποψίες πως δεν επρόκειτο για Τούρκους προερχόμενους από την Ασία, μα εξισλαμισμένους ντόπιους. Εξάλλου παντρεύονταν -όπως σε αρκετές βέβαια άλλες περιπτώσεις- Ελληνίδες χριστιανές, ενώ ήταν όλοι δίγλωσσοι. Η συνύπαρξη του οθωμανικού-μουσουλμανικού στοιχείου με το ελληνικό-χριστιανικό διαφαίνεται στον ίδιο τον χώρο: μια παλαιοχριστιανική βασιλική βρίσκεται κοντά σε δυο μεγαλοπρεπή τζαμιά. Σε γενικές γραμμές, παρατηρούμε την ύπαρξη μια ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας, στα πλαίσια της οποίας οι κάτοικοι του Ζαπαντίου δεν έχουν καθόλου καλές σχέσεις ούτε με τους σκληρούς μουσουλμάνους του Βραχωρίου που τους θεωρούσαν «κρυπτοχριστιανούς», μα ούτε και με τους γύρω χριστιανούς που τους θεωρούσαν πιθανότατα αρνησίθρησκους.
Αυτό ήταν το Ζαπάντι, το θεωρούμενο από αρκετούς μελετητές ως τρίτο σημαντικότερο κέντρο της Δυτικής Ελλάδας, μετά το Μεσολόγγι και το Βραχώρι. Κι εκεί ακριβώς κινήθηκαν οι Έλληνες επαναστάτες μετά την εκπόρθηση του τελευταίου. Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κατανοούσαν την κρισιμότητα της κατάστασης, αρνήθηκαν όμως να εγκαταλείψουν τις περιουσίες του και να φύγουν. Ήλπιζαν πιθανότατα πως παρότι το Βραχώρι είχε πέσει, η ισχυρή οθωμανική φρουρά της Άρτας θα τους έστελνε ενισχύσεις. Έτσι, οργάνωσαν πρόχειρα οχυρωματικά έργα, οχύρωσαν τα δυο τζαμιά και τέσσερις πύργους, δημιουργώντας έπειτα τάφρους. Πρόκειται για 300 ενόπλους σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις, οι οποίοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιους αντιπάλους.\\
ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η πρώτη ελληνική έφοδος κατά του Ζαπαντίου έλαβε χώρα στις 16 Ιουνίου 1821, δίχως καμία επιτυχία. Οι πολιορκητές μάλιστα, έσπευσαν να μεταφέρουν στην περιοχή δύο κανόνια από το Μεσολόγγι, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν κατάλληλα λόγω απειρίας και έλλειψης βλημάτων. Τα πρόχειρα τείχη του Ζαπαντίου απεδείχθησαν ισχυρά. Για να τα υπερκεράσουν, οι Έλληνες δοκίμασαν τα πάντα: έχτισαν τον δικό τους πύργο, προσπάθησαν να υπονομεύσουν τα αμυντικά έργα, έκαναν συνεχείς εφόδους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, οι μουσουλμάνοι διενήργησαν έξοδο και λίγο έλειψε να κυριεύσουν το κανόνι που διέθετε ο Βλαχόπουλος. Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα τους. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Έλληνας οπλαρχηγός κατάφερε να σκοτώσει, πυροβολώντας από μεγάλη απόσταση, τον αντίπαλο αρχηγό, τον ικανότατο Ισούφη Σουλευκάραγα. Ακολούθησε μια μεγάλη μάχη γύρω από το πτώμα, με αποτέλεσμα την υποχώρηση των Οθωμανών που άφησαν πίσω τους και δεκαοκτώ νεκρούς. Έπειτα, οι Έλληνες έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων εχθρών τους, τοποθετώντας τα σε κοινή θέα για να αποθαρρύνουν τους πολιορκούμενους. Πράγματι, έπειτα από 45 ημέρες μαχών, αποκαρδιωμένοι, δίχως τον ηγέτη τους, χωρίς ελπίδα για βοήθεια και χωρίς εφόδια, οι μουσουλμάνοι του Ζαπαντίου παρέδωσαν τα όπλα τους. Σύμφωνα πάλι με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, οι επαναστάτες δεν τους έκαναν κακό, αντίθετα τους επέτρεψαν να φύγουν για τα γύρω χωριά ή την Άρτα.
Κάποτε το Ζαπάντ το πολιόρκησαν 2.000 εχθροί. Έκτισαν έναν πύργο και έφεραν και δύο πυροβόλα. Το Ζαπάντ είχε περίπου 400 μαχητές και τέσσερεις πύργους. Οι κάτοικοι του παρόλο που πεινούσαν αρνιόνταν να δεχτούν τους όρους υποταγής που τους πρότειναν οι πολιορκητές τους, πολλοί από τους οποίους, βλέποντας ότι η σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων οδηγούσε σε αδιέξοδο, αποχώρησαν. Αυτοί που απέμειναν άνοιξαν ένα λαγούμι, το γέμισαν με μπαρούτι και προσπάθησαν να ρίξουν τους πύργους του Ζαπάντ. Οι μαχητές του όμως δεν έδειξαν να πτοούνται και απάντησαν με μια σφοδρή επίθεση. Οι πολιορκητές υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των πολιορκημένων που θα νικούσαν –- σύμφωνα με τους ιστορικούς— αν δεν είχαν την ατυχία να σκοτωθεί ο αρχηγός τους. Οι πολιορκητές έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών μαχητών του Ζαπάντ και τα κρέμασαν στον πύργο τους. Οι πολιορκημένοι τελικά – μετά από 45 μέρες πολιορκία — δέχθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν με τον όρο να σεβαστούν τη ζωή και την τιμή τους. Οι νικητές όμως αθέτησαν τους όρους τις συνθήκης. Λαφυραγώγησαν τους ηττημένους και πολλούς τους σκότωσαν.
Μέχρι εκείνη την εποχή, το Ζαπάντ, το Μεσολόγγι και το Αγρίνιο (Βραχώρι) ήταν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας. Μετά την ήττα του το Ζαπάντ έπαψε να είναι, παρόλο που η πολιορκία του και η έξοδος παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με των «ελεύθερων πολιορκημένων» του Μεσολογγίου. Επιπλέον και τα δύο γεγονότα συνέβησαν στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Η πολιορκία του Ζαπάντ έγινε λίγο νωρίτερα από του Μεσολογγιού, το καλοκαίρι του 1821. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα συνίσταται στο ότι στο Μεσολόγγι οι πολιορκούμενοι ήταν χριστιανοί ενώ στο Ζαπάντ μουσουλμάνοι. Οι χριστιανοί-έλληνες διεκδικούσαν την εθνική τους ανεξαρτησία από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Με την επέμβαση και των «μεγάλων δυνάμεων» πέτυχαν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στην εθνοκεντρική ιστορία του οποίου ο ηρωισμός των κατοίκων του Ζαπάντ δεν είχε θέση. Γι αυτό, ενώ το Μεσολόγγι τιμήθηκε και λόγω της ιστορίας του έγινε η πρωτεύουσα του Νομού (παρόλο που είναι μικρότερο πληθυσμιακά από το Αγρίνιο) και κάθε χρόνο οργανώνονται γιορτές για να τιμήσουν και να δοξάσουν τον αγώνα και την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων, η ιστορία των μαχητών του Ζαπάντ πέρασε στη «χώρα της σιωπής».
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση στην Αιτωλοακαρνανία, η προσοχή όλων των Ελλήνων στράφηκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο), το οποίο τότε αποτελούσε έδρα ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων και ήταν η ισχυρότερη πόλη της επαρχίας. Οι οικογένειες των Ελλήνων κατοίκων της πόλεως, καίτοι ήταν υπερδιπλάσιες από αυτές των Τούρκων, υπέφεραν κάτω από την διοίκηση του Αλβανού Νούρκα Σέρβανη. Ο τελευταίος αποπειράθηκε να δελεάσει τον Αλέξανδρο Βλαχόπουλο καλώντας στο Βραχώρι ώστε να έχει σε περίπτωση ανάγκης έναν σημαντικό κρατούμενο. Ο Βλαχόπουλος, ωστόσο, προετοιμάζονταν να κινηθεί εναντίον του Σέρβανη και, αφού ήλθε σε επαφή με τον Δημήτριο Μακρή, τον Αθανάσιο Ραζηκότσικα και τον Σιαδήμα για να επιτεθούν συγχρόνως εναντίον των Τούρκων, κατέλαβε μεταξύ 26ης και 27ης Μαΐου τη θέση Δογρί μαζί με τον Θεόδωρο Γρίβα. Παράλληλα, ο Μακρής και ο Ραζηκότσικας κατέλαβαν τις θέσεις κοντά στις γέφυρες του Αλήμπεη με 700 άνδρες και το πρωί της επομένης ο Βλαχόπουλος διεξήγαγε αιφνιδιαστική επίθεση στο Βραχώρι και οι Οθωμανοί κάτοικοι πανικόβλητοι κατέφυγαν στις κεντρικές συνοικίες της πόλης, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι, ενημερωμένοι για την επίθεση, ενώθηκαν με τους υπόλοιπους επαναστάτες και επιτέθηκαν στο διοικητήριο και στις ισχυρότερες κατοικίες των εχθρών τους. Έφθασαν, στο μεταξύ, έφτασαν τα σώματα των Ραζηκότσικα και Μακρή και οι Έλληνες άρχισαν να βάλλουν πυροβολισμούς εναντίον των τουρκικών σπιτιών, τα οποία όμως ήταν άριστα οχυρωμένα, καθώς διέθεταν διπλό ή τριπλό περιτείχισμα και πολλαπλές αυλόθυρες. Η γενναιότητα, όμως, που έδειξαν οι Τούρκοι την πρώτη μέρα της μάχης άρχισε να εξασθενεί την επομένη, ιδίως μετά την άφιξη ελληνικών ενισχύσεων των Σιαδήμα, Γρίβα και Γεωργίου Τσόγκα. Ο Νούρκας Σέρβανης και μερικοί άλλοι αγάδες προσπάθησαν μάλιστα να συνδιαλλαγούν με τους Έλληνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στις 30 Μαΐου, οι ελληνικές επιθέσεις έγιναν ακόμα πιο σφοδρές, αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να οχυρωθούν σε άλλα πιο οχυρά σπίτια, ενώ την ίδια μέρα κατέφτασαν ενισχύσεις από τον Γιώτη Βαρνακιώτη και μερικές ημέρες αργότερα ενώθηκαν με τους επαναστάτες πολλοί Ξερομερίτες υπό τον Γεώργιο Βαρνακιώτη. Οι δυνάμεις των Ελλήνων έφθαναν περίπου 4.000 άνδρες. Η κατάσταση άρχιζε να γίνεται όλο και πιο κρίσιμη για τους Τούρκους και στο μεταξύ ξέσπασαν διχόνοιες ανάμεσα στους Τούρκους και στους Αλβανούς πολιορκημένους.,έλλειψη πολεμοφοδίων, από την οποία έπασχαν οι Έλληνες, καλύφθηκε εν μέρει από ένα φορτίο που τους πούλησε ο Άγγλος πλοίαρχος Άντερσον. Λίγο αργότερα, αποχώρησε από το Βραχώρι η αλβανική φρουρά με τον Σέρβανη, αφού λεηλάτησαν τις πλούσιες οικίες της πόλης. Ωστόσο, καταδιώχθηκαν από μερικούς Έλληνες και ο Νούρκας Σέρβανης πιάστηκε αιχμάλωτος. Στις 10 με 11 Ιουνίου οι τελευταίοι Τούρκοι υπερασπιστές παρέδωσαν τις θέσεις τους στους πολιορκητές υπό τον όρο να διασκορπιστούν στις γύρω περιοχές. Κατόπιν της παραδόσεως του Βραχωρίου, οι Έλληνες στράφηκαν εναντίον του Ζαπαντίου.
[i] Το Δημοτικό τραγούδι:
Ώρε σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά,
σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και στο Ζαπαντοβράχωρο όλο καπνός κι αντάρα.
Καπιταναίοι το’ καιγαν Καπιταναίοι το καίνε.
Ώρε μια Τουρκοπούλα
φώναξε από γυαλένιο πύργο.
Ώρε πάψε Μακρή’μ τον πόλεμο πάψε και το ντουφέκι
ώρε κι μεις θα προσκυνήσουμε, Ρωμιοί θε να γενούμε
[ii] Ο Εβλιγιά Τσελεμπή (1611 – 1682) ήταν Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής. Γεννήθηκε το 1611 στη συνοικία Ουνκαπάν της Κωνσταντινούπολης. Οι γραπτές του ταξιδιωτικές εντυπώσεις συγκεντρώθηκαν σε ένα δεκάτομο έργο, το «Seyahatnâme» (Σεγιαχατναμέ - «Βιβλίο των ταξιδιών»). Εκεί περιλαμβάνονται εντυπώσεις από ταξίδια του στον Ελλαδικό χώρο, τη Βαλκανική, την Αυστρία, τη Βόρειο Αφρική, την Ανατολία, την Περσία και το Κάιρο.