Στην μνήμη ενός Μωριάτη Καρακώστα, Έφυγε για πάντα ο μπάρμπα-Γιώργος απ' το Αίγιο
Κείμενο και φωτογραφία Κωνσταντίνος Απ. Καρακώστας
|
Μπορεί κι εγώ να τον αποκαλούσα πάντα «μπάρμπα-Γιώργο», όπως και όλοι στην οικογένειά μου άλλωστε, στην πραγματικότητα όμως ήταν πρωτοξάδερφος του παππού μου Κώστα Καρακώστα και, εν πολλοίς, κάλυπτε για εμένα το ρόλο ενός παππού που δεν γνώρισα ποτέ.
Η πρώτη συνάντηση μαζί του που θυμάμαι ξεκάθαρα, ήταν στα δώδεκά μου, τον Αύγουστο του 1992. Τότε, η γιαγιά μου η Αθανασία, μητέρα του πατέρα μου, διαισθανόμενη ίσως το τέλος της να πλησιάζει, είχε ζητήσει δυο πράγματα μονάχα. Το ένα, ήταν να την πάμε στο σπίτι της στο χωριό, στη Γέφυρα Βέργας, στην Πετρώνα του Βάλτου. Το δεύτερο, ήταν να καλέσουμε τον μπάρμπα-Γιώργο από το Αίγιο, τον μοναδικό Καρακώστα που εξαιτίας μιας συγκυρίας βρέθηκε κάτω από το «αυλάκι», για να θυμηθούνε μαζί τα παλιά και να πούνε τις ιστορίες τους.
Βλέπετε, ο μπάρμπα-Γιώργος ήταν ο αγαπημένος ξάδελφος του παππού μου αλλά και της γιαγιάς μου που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, και παρά την απόσταση που τους χώριζε και τις δυσκολίες που συνόδευαν κάθε ταξίδι στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ‘40, του ’50 και του ’60, επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο κάθε φορά που τους δινόταν η ευκαιρία, διατηρώντας αναλλοίωτο το συγγενικό δεσμό.
Πράγματι, ο μπάρμπα-Γιώργος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση και επισκέφθηκε το πατρικό μου, στο οποίο είχε χρόνια να ταξιδέψει, μετά το θάνατο του παππού μου το 1966. Η χαρά της γιαγιάς μου ήταν μεγάλη και κάθε βράδυ το περνούσαν ξενυχτώντας κάτω από την κληματαριά λέγοντας παλιές ιστορίες, εποχών περασμένων και δύσκολων.
Ήταν όμως και μια ευκαιρία για τον ίδιο των μπάρμπα-Γιώργο να έρθει σε επαφή με συγγενείς που είχε χρόνια να δει, και τις μέρες εκείνες αναζητήσαμε με εκείνον και τον πατέρα μου κοντινούς και μακρινούς συγγενείς σε ολόκληρο τον ορεινό Βάλτο.
Η επίσκεψή του, αποτελούσε όμως και για εμένα μια ευκαιρία. Ήταν ευκαιρία να μάθω παλιές οικογενειακές ιστορίες αφού, δώδεκα ετών και επηρεασμένος ίσως από την κλασσική λογοτεχνία που μανιωδώς διάβαζα, ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα να ανακαλύψω άγνωστα σε εμένα γεγονότα του παρελθόντος και ίσως κάποιον ήρωα πρόγονο ή ένα κατόρθωμα για το οποίο θα μπορούσα να καυχιέμαι εσαεί στους φίλους μου.
Σε μια από τις αφηγήσεις του, μου επιβεβαίωσε την ιστορία που είχα ήδη ακούσει και θυμόμουν από τη γιαγιά μου. Μου είπε δηλαδή ότι κάποτε η οικογένειά μας έφερε το επίθετο «Ροΐδης», πράγμα που με είχε κάνει να ψάχνω στην εγκυκλοπαίδεια Γιοβάνη πληροφορίες για τον… συνεπώνυμο Εμμανουήλ και να προσπαθώ να κάνω στο μυαλό μου συσχετισμούς συγγενικούς με τον μεγάλο λογοτέχνη και δοκιμιογράφο από τη μια και γεωγραφικούς από την άλλη για τη σχέση Αιτωλοακαρνανίας και Σύρου, οι οποίες όμως καθόλου μα καθόλου δεν μου έβγαιναν. Ο ίδιος όμως επέμενε ότι όποτε γνωρίζει κάποιον «τυχαίο» Καρακώστα τον υπέβαλε σε σχετικό κουίζ για να διαπιστώσει αν είναι κάποιος όντως από το δικό μας σόι ή πρόκειται για μια απλή συνωνυμία!
Με μεγάλη χαρά δέχτηκα επίσης και την παρατήρηση του μπάρμπα-Γιώργου ότι έμοιαζα πολύ με τον παππού μου τον Κώστα και μάλιστα διέθετα «καρακωσταίικο μαλλί», γεγονός που σήμαινε κατά τον ίδιο ότι, όπως κι εκείνος, θα διατηρήσω την κώμη μου αλώβητη για πολλά-πολλά χρόνια. Ομολογώ ότι όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερη σημασία δίνω σε αυτά τα λόγια του μπάρμπα-Γιώργου παρά στην ιστορία περί αλλαγής του οικογενειακού ονόματος στα χρόνια των Κλεφτών επί Τουρκοκρατίας!
Δυστυχώς η καρδιά της πρόδωσε τη γιαγιά μου τον ίδιο μήνα και μετά την κηδεία της ο μπάρμπα-Γιώργος επέστρεψε στο Αίγιο. Για την οικογένειά μου όμως είχε πλέον μπει για τα καλά στη ζωή μας και, έστω τηλεφωνικά, διατηρήσαμε την επικοινωνία μαζί του, μέχρι μερικά χρόνια αργότερα που ως φοιτητής πλέον στην Αθήνα είχα την ευκαιρία να σταματώ που και που να τον βλέπω από κοντά κατά τις μετακινήσεις μου πέρα-δώθε από το Αγρίνιο.
Πάντα μας υποδεχόταν με χαρά, ενώ η γυναίκα του, η κυρά-Παρασκευή, ήταν λες και είχε έτοιμο το υποβρύχιο-βανίλια να με περιμένει. Μαζί στο σπίτι και οι δύο κόρες του, η Ντίνα και η Μαρία, θείες μου τυπικά, αν και ποτέ δεν κατάφερα να τις αποκαλέσω έτσι, αφού στο νεανικό μου μυαλό ο τίτλος αυτός άρμοζε περισσότερο σε πολύ μεγαλύτερης ηλικίας άτομα και όχι στις δύο χαμογελαστές κοπέλες.
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ έφυγα από την Αθήνα και σταμάτησα τα πήγαινε-έλα, ώσπου λίγα χρόνια πριν, ένα απόγευμα χτύπησε την πόρτα μας η Ντίνα και μας έφερε τα ευχάριστα νέα ότι η κόρη της και ξαδέρφη μου Εύη είχε περάσει φοιτήτρια στο Αγρίνιο και μάλιστα είχε ενοικιάσει ένα σπίτι πολύ κοντά στο δικό μας. Τώρα, ήταν χρέος της νεότερης γενιάς να διατηρήσει τους οικογενειακούς δεσμούς των Καρακωσταίων. Έτσι, τα επόμενα χρόνια και μέχρι να φύγει από το Αγρίνιο, την συναντούσα με χαρά όποτε μας δινόταν η ευκαιρία, εκείνη, τη μαμά της την Ντίνα, τον μπαμπά της τον Σάκη και τον ξάδερφό μου τον Βασίλη.
Χθες, επιστρέφοντας από τη δουλειά, βρήκα στο σπίτι τη μητέρα μου στενοχωρημένη. Τη ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπε απλά ότι αύριο πρέπει να πάμε στο Αίγιο. «Ο μπάρμπα-Γιώργος…» της είπα κι εκείνη έγνεψε το κεφάλι της. Κατάλαβα, δεν χρειαζόταν να ειπωθεί κάτι περισσότερο. Εξάλλου, η βουβαμάρα που επικράτησε στο σπίτι μας δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερα λόγια.
Σήμερα πρέπει να πάμε στο Αίγιο λοιπόν, να δώσουμε τον τελευταίο ασπασμό μπάρμπα-Γιώργο, που έφυγε πλήρης ημερών παίρνοντας όμως μαζί του ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της οικογένειάς μου, καθώς, ως γεννημένος πριν τον πόλεμο, το 1930, ήταν ο γηραιότερος εν ζωή Καρακώστας.
Ως παρηγοριά, θέλω να τον φαντάζομαι να μας παρατηρεί όλους από μια γωνιά, με το αειθαλές μουστάκι του και το αιώνιο στριφτό τσιγάρο στο χέρι, να μας κατσαδιάζει που είμαστε λυπημένοι και να μας λέει: «τι στενοχωριέστε μωρέ, έτσι κάνουν οι Καρακωσταίοι;»
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει, παππού Γιώργο.