Ο Τζουμερκιώτης χτίστης Νίκος Κολοκύθας στην Γέφυρα Βέργας

Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας

 

Για την γέφυρα Βέργας η πρώτη ερώτηση στα χείλη όλων είναι το πότε κτίστηκε. Ξέρομε από Τουρκικά ντοκουμέντα του 1805 και 1812 (το ένα με μονογραφή του Αλή Πασά), καθώς και από τον Γάλλο περιηγητή Πουκεβίλ, ότι προϋπήρχε. Από τις διηγήσεις των προγόνων μου, που για πέντε γενιές στα σίγουρα, ίσως και περισσότερες, έζησαν στην Βέργα, υπολογίζω για πολύ πριν το 1700 μ.Χ. Πέτρα στην καμάρα της γέφυρας έγραφε τα αρχικά μαστόρων (;) και χρονολογία που άρχιζε με τα νούμερα: 16..  Η πέτρα έπεσε στο ποτάμι και χάθηκε γύρω στα 1880 περίπου από ότι θυμούνταν οι παλιοί. Αν έγραφε 1600 ή κάποια άλλη χρονιά μεταγενέστερη δεν μπορούμε να ξέρομε στα σίγουρα. Συνήθως στις διηγήσεις γίνεται στρογγυλοποίηση σε νούμερα. Κάλλιστα θα μπορούσε να γράφει 1640 και να έμεινε το χίλια εξακόσια στις ιστορίες.

Υπάρχει όμως ένα στοιχείο στις διηγήσεις που εγώ το πιστεύω σαν σωστό. Στην δεκαετία του πενήντα (1950) όλοι λέγανε ότι η γέφυρα είναι τριακοσίων χρόνων. Μεταξύ αυτών και άνθρωποι που γνώριζαν από χτίσιμο γεφυριών όπως ο μάστορας Νικόλαος Κολοκύθας από το Βουλγαρέλι της Άρτας.

Ο χτίστης μάστρο-Νίκος έφθασε στο γεφύρι μια χειμωνιάτικη μέρα του 1957 προς 1958. Έδειχνε εξηντάρης. Άγνωστο από που "ξέπεσε"στην Βέργα όπως και το αν είχε οικογένεια κάπου. Όλη του η "κινητή" περιουσία ήταν μέσα στο υφαντό σακούλι του. Εκεί είχε τα εργαλεία της δουλειάς του. Λίγα βασικά πράγματα. Ένα σφυρί που το έλεγε "τσόκι", (από το Αλβανικό cok), ένα μυστρί, ένα μπρούντζινο βαρίδι, ένα ξύλινο αλφάδι, μια ξύλινη γωνία, ένα "πασέτο" (μέτρο ξύλινο), δυο σιδερένια κοπίδια και ένα κουβάρι σπάγκο. Τα φύλαγε σαν τα μάτια του, δεν άφηνε κανέναν να τα πιάσει, πόσο μάλλον να δουλέψει άλλος με τα δικά του εργαλεία... Μίλησε και γνωρίστηκε με το πατέρα μου και έμεινε φιλοξενούμενος σε μας από την πρώτη στιγμή. Παρέμεινε στην περιοχή τα επόμενα χρόνια μέχρι που άρχισαν τα έργα στο φράγμα των Κρεμαστών και έφυγε προς τα εκεί. Τότε το μεροκάματο ήταν 45 Δραχμές και η Αμερικανική εταιρεία "Κάϊζερ" έδινε διπλάσιο ποσό στους εργαζόμενους. 

Τα χρόνια που ήταν εδώ ο μάστορας πέτρας Κολοκύθας έκτισε πολλά σπίτια στην περιοχή. Απλές κατασκευές με πέτρες ξύλα και χώμα. Είχαν όλα από ένα μέχρι τρία δωμάτια. Σε κάποια έφτιαχνε μικρό χωλ. Συνήθως μία εξώπορτα, και από το χωλ δύο μεσόπορτες που οδηγούσαν στα δωμάτια δεξιά και αριστερά. Παράθυρα συνήθως ένα από κάθε πλευρά. Σχεδόν ποτέ προς τον βορά, για να μην έρχεται μέσα στο σπίτι ο κρύος αέρας τον χειμώνα. Το πρώτο σπίτι που έχτισε ήταν του Αλέξη Τσίρου, κοντά στο δικό μας. Η Μαρία, κόρη του μπάρμπα-Αλέξη, κουβάλησε "ζαλίγκα" όλες τις πέτρινες πλάκες για την σκεπή από την μέση της ράχης του Αετού, απόσταση 500 μέτρα. Δεύτερο σπίτι έχτισε του Δήμου Τσιόλκα και του βάπτισε και μία κόρη με το άγνωστο στην περιοχή όνομα "Φεβρωνία". Ο Παπάς της Πετρώνας δεν το ήξερε το όνομα και έστειλε γράμμα στον Δεσπότη στο Μεσολόγγι και εκείνος απάντησε: "Ναι, να γίνει η Βάπτιση με το Χριστιανικό όνομα Φεβρωνία και να την γιορτάζουν οι γονείς της κανονικά." (25η Ιουνίου). Συνήθως "άγνωστα" ονόματα γιορτάζονταν των Αγίων Πάντων.  Επόμενα σπίτια που έχτισε ήταν δυο-τρία στις Βούλτσες. Στο 3ο σπίτι που έχτισε εφάρμοσε και μία "μοντέρνα", άγνωστη στην περιοχή, τακτική στην κατασκευή του τζακιού. Τοποθέτησε συρταρωτή πόρτα, άνοιγε προς τα πάνω. Τις κρύες βραδιές που ο αέρας έφερνε μέσα τον καπνό από το μπουχαρί, (από το Τουρκικό buhari-καμινάδα). Και το καλοκαίρι που δεν άναβε το τζάκι, έκλειναν την μεταλλική πόρτα ώστε δεν μπορούσαν να μπουν στο σπίτι ποντίκια και έντομα.  Όταν έχτιζε το σπίτι του Μήτσου Αντώνη Τουρλίδα, οι δυο τους συνεργάστηκαν από την αρχή ως το τέλος. Ο μάστρο-Νίκος αναγνώρισε την εργατικότητα και αξιοσύνη του Μπάρμπα Μήτσου και το έχτισαν μαζί. Συνέχισε χτίζοντας σπίτια στο Βαρκό-Κυπριό-Παντί και Πετρώνα. Οι οικογένειες που τους έφτιαχνε το σπίτι τον φιλοξενούσαν για φαΐ και ύπνο και δούλευαν μαζί του. Οι άνδρες έβγαζαν τις πέτρες από γκρεμούς και ρέματα και οι γυναίκες τις κουβάλαγαν στην πλάτη. Δίπλα σε κάθε σπίτι άνοιγαν λάκκο και έριχναν νερό κάνοντας λάσπη. Συνήθως την δουλειά αυτή την έκανε ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Στην συνέχεια όλη μέρα "τροφοδοτούσε" τον μάστορα με φρέσκια λάσπη για να χτίζει τις πέτρες. Το τσιμέντο και τα κεραμίδια ήρθαν στην περιοχή την επόμενη δεκαετία… Και για την ιστορία, ο πρώτος που έφερε 6μετρα τσίγκια στην Πετρώνα ήταν ο Θόδωρος (Λάκης) Σεραφείμ Τουρλίδας το 1959. Τα πέρασαν από το γεφύρι και τα πήγαν πεζοί η μάνα του και τα αδέλφια του δυο ώρες στο χωριό… 

Αυτός λοιπόν ο πολύπειρος 60άρης μάστορας μαζί με τον πατέρα μου τον Κώστα Α. Καρακώστα μελετούσαν τις πέτρες του γεφυριού μία-μία στις βάσεις και μιλάγανε για τις τεχνικές που ακολούθησαν οι χτιστάδες της γέφυρας. Μας εξηγούσε πως κατασκευάζανε το μίγμα που χτίζανε τις πέτρες στα γεφύρια. Τριμμένα παλιά κεραμίδια, τριμμένες σαν ψιλή άμμο στουρναρόπετρες, αυγά, ασβέστη και τριμμένη ελαφρόπετρα. Ακόμη σε ορισμένες κατασκευές ξεραμένα χορτάρια, γιδόμαλο και άλλα υλικά που κρατούσαν μυστικά οι πρωτομάστορες. Το μίγμα το ονόμαζαν "κουρασάνι" λέξη που προέρχονταν από την Τουρκική λέξη Horasan. [i]  Σημαντικό στοιχείο ήταν η γνώση των ποσοτήτων που θα "ανακάτευαν" ώστε να πετύχουν το "ατσάλινο" μείγμα που αν και πέρασαν 400 χρόνια δεν έχει διαβρωθεί! Είναι τόσο σκληρό που δεν χαρακώνεται ούτε με μαχαίρι. Από μικρός το έξυνα με τον σουγιά μου για να γράψω τα αρχικά μου και δεν το κατάφερνα!

Όταν το καλοκαίρι του 2007 έγινε αναπαλαίωση της γέφυρας, με ρώτησε ο τότε Αντιδήμαρχος Θωμάς Τσεκούρας, υπεύθυνος στην επίβλεψη, γιατί οι αρμοί στις βάσεις της γέφυρας έχουν κοκκινωπή απόχρωση. Του είπα όσα ήξερα από τον Κολοκύθα και άλλους παλιούς. Αυτός μου είπε ότι θα τα μετέφερε αυτά στους "σύγχρονους" μαστόρους. Πρέπει να το έκανε γιατί δώσανε τον ίδιο χρωματισμό στους αρμούς των βάσεων. Φυσικά θα έχουν χρησιμοποιήσει σύγχρονα υλικά. 

Ο Νίκος Κολοκύθας είχε δουλέψει από μικρός σε γεφύρια στα Τζουμέρκα και άλλα μέρη και ξεχώριζε τις τεχνικές που ακολουθήθηκαν στις κατασκευές τους. Έλεγε ιστορίες για τους παλιούς μαστόρους, τα ονόματά τους, τα παρατσούκλια τους και τα χωριά καταγωγής τους, σαν να ήταν πρόσφατο γεγονός και σαν να μην είχαν περάσει κάποιοι αιώνες από όταν οι άξιοι Ηπειρώτες μάστορες γεφύρωσαν τα ποτάμια της Ελλάδας και πολλών Βαλκανικών χωρών. Συζητούσαν με τον πατέρα μου τι εργασίες πρέπει να γίνουν ώστε το γεφύρι να "κρατήσει" ακόμα για πολλά χρόνια. Βασικότερο και αναγκαίο να γίνει, λέγανε, ήταν το ξαναχτίσιμο των "φλαχτρών". 

Μέχρι τότε οι "φλάχτρες", (τα παραπέτα) της γέφυρας είχαν γκρεμιστεί από τις καιρικές συνθήκες τριών αιώνων. Τα βαρυφορτωμένα μουλάρια που έρχονταν από κάτω  είχαν μεγάλο πρόβλημα όταν από την καμάρα της γέφυρας κατηφόριζαν προς τον κάμπο της Βέργας. Η γέφυρα είχε μεγάλη κλίση. Τα ζώα πολλές φορές σκόνταφταν στο κατηφορικό μέρος και με βαριά φορτία-το κέντρο βάρος του φορτίου και του σώματος του μουλαριού είναι ψηλά ενάμιση μέτρο-έγερναν απότομα στο πλάι και αφού δεν υπήρχαν πλέον παραπέτα το βάρος του φορτίου παράσερνε το ζώο στον γκρεμό…Οι αγωγιάτες  κατέβαιναν κάτω στο ποτάμι να σώσουν ότι δεν είχε σκορπίσει από το φορτίο, τραβώντας το στην όχθη για να μην το παρασύρουν τα νερά. Μετά έπαιρναν το σαμάρι και τα σχοινιά για να τα χρησιμοποιήσουν σε άλλο μουλάρι. Το δύστυχο ζώο αν δεν είχε σκοτωθεί, είχε σίγουρα σπασμένα πόδια, οπότε το αποτελείωναν με μια πιστολιά. Το τραβούσαν στην άκρη από το ποτάμι και το έγδερναν. Το τομάρι το τέντωναν και το κρέμαγαν σε έναν πλάτανο να στεγνώσει. Το πουλούσαν στον Καρβασαρά μετά από μια βδομάδα που ξαναπήγαιναν "κάτω" για να φορτώσουν τα αγαθά του πολιτισμού, αλεύρι, αλάτι, λάδι, φωτιστικό πετρέλαιο και καλά κρυμμένο λαθραίο καπνό και ροζ τσιγαρόχαρτα...

Πολλά τέτοια περιστατικά παρακολούθησα μικρός. Το κακό είχε παραγίνει, ο κόσμος φοβούνταν να περάσουν βαρυφορτωμένα μουλάρια ή καβάλα το γεφύρι. Πριν φθάσουν στα ορεινά χωριά τα αμάξια, τις νιφάδες οι γαμπροί από τα πλούσια καμπίσια χωριά, έρχονταν και τις παίρνανε με τα άλογα. Θέλανε άξιες γυναίκες-όχι καλομαθημένες-για να δουλεύουν στα καπνά…Α! και οι γάμοι συμφωνούνταν να γίνουν εγκαίρως την Άνοιξη, ώστε η νύφη να συμμετάσχει στο φύτεμα του φυντανιού, στο σκάλισμα και στο μάζεμα του καπνού. Ακόμα να μην προλάβει να μείνει...έγκυος και την "σκαπουλάρει" από την ολοήμερη δουλειά στα καπνοχώραφα...Τουλάχιστον την πρώτη χρονιά. Στα επόμενα χρόνια θα είχε "ψηθεί" στην δουλειά... Όταν το "συμπεθερκό" έφθανε σε μας, στο γεφύρι, τις νύφες τις κατέβαζαν από τα ζώα και τις περνούσαν κρατώντας τες, για να μην στραβοπατήσουν και γίνει κάποιο ατύχημα, περισσότερο βέβαια για την…γρουσουζιά, παρά για το πέσιμο!  

Η πρόοδος στον τόπο μας, Ορεινό Βάλτο και Άγραφα, μετά τον πόλεμο γινόταν με ρυθμό χελώνας. Δεν υπήρχαν δρόμοι να μεταφερθούν τα κτηνοτροφικά κυρίως  προϊόντα προς τα κάτω να πουληθούν και προς τα πάνω να έρθουν τα απαραίτητα. Η ανάγκη για δια πλατύνσεις δρόμων ήταν επιτακτική. Όταν συναντιούνταν φορτωμένα αλογομούλαρα στους στενούς δρόμους υπήρχε πρόβλημα. Τα χωριά προσπαθούσαν με προσωπική εργασία των κατοίκων να καθαρίζουν από κλαδιά δεξιά και αριστερά που πολλές φορές έσχιζαν τα φορτωμένα τσουβάλια. Καθάριζαν από πέτρες και άνοιγαν χαντάκια να φεύγουν τα νερά. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τεχνικά έργα σε ρέματα και σε γκρεμούς. Οι μεταφορές δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο αυξήθηκαν και χρειαζόταν βοήθεια από το κράτος για να γίνουν δρόμοι και γεφύρια. Το 1959 αποφασίστηκε να δοθεί μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα του γεφυριού της Βέργας. 

Ο Βαλτινός Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Ανδρέας Νικολάου Στράτος και η αγαπητή σε όλους τους Βαλτινούς καλωσυνάτη γυναίκα του Νία, (ίσως περισσότερο από ότι ο ίδιος), ήρθε στην Βέργα στο σπίτι μας και μίλησε με κατοίκους από την γύρω περιοχή που τους είπαν τα βασικά προβλήματα του τόπου μας. Ήδη ο ίδιος είχε γίνει αποδέχτης εγγράφου αιτήματος των κατοίκων από το 1955-56 για την ίδρυση σχολείου στην Βέργα. Ενήργησε και μας ήρθε δάσκαλος στις 20 Απριλίου του 1957. Ο Πατέρας μου έδωσε αφιλοκερδώς ένα δωμάτιο από το μικρό μας σπίτι και ξεκίνησε το Δημοτικό σχολείο της Βέργας.

Πρώτος δάσκαλος στην Βέργα, o Θεοχάρης Λιόγκας από το Μενίδι. Ήρθαν 20  παιδιά όλων των τάξεων από τις εξοχικές περιοχές της Πετρώνας, Μαλεσιάδας και Χαλκιοπούλων. Οι δάσκαλοι αυτών των χωριών έδωσαν χειρόγραφες μεταγραφές για τους μαθητές ώστε να εγγραφούν στο νέο σχολείο. (Θα ακολουθήσει κεφάλαιο για το Δημοτικό σχολείο Γέφυρας Βέργας Πετρώνας). Ο υπουργός υποσχέθηκε να δώσει λύση και για το γεφύρι καθώς και για τον δρόμο προς Πετρώνα-Αλευράδα-Γέφυρα Τατάρνας. Μέσα σε μια τριετία χορήγησε πάνω από 300 χιλιάδες Δραχμές για να γίνει ο δρόμος από την Γέφυρα Βέργας μέχρι την Αλευράδα. Με διάφορους τρόπους, μεσολαβώντας σε άλλα υπουργεία, μια και δεν ήταν ο κατ’ εξοχή  αρμόδιος υπουργός για τέτοια έργα. Έτσι το 1959 ξεκίνησε η κατασκευή ράμπας στο γεφύρι προς την νότια πλευρά (του κάμπου). Περισσότερα σε επόμενο κεφάλαιο σχετικό με τις εργασίες μεγαλώματος της γέφυρας και της κατασκευής του δρόμου από την Βέργα έως την Αλευράδα.

Απόστολος Κων. καρακώστας

[i] Το κουρασάνι είναι ένα παραδοσιακό κονίαμα, γνωστό από την αρχαιότητα, που θεωρείται ισοδύναμο ή εφάμιλλο προς το Ρωμαϊκό κονίαμα, με εξαιρετικές υδραυλικές, μηχανικές και θερμομονωτικές ιδιότητες. Έχοντας σαν βάση ιστορικά κονιάματα των Μινωικών, Ρωμαϊκών και Βυζαντινών χρόνων, το κουρασάνι ήταν φτιαγμένο από ασβέστη, άμμο, νερό, τριμμένο κεραμίδι, χαλαζιακή άμμο, Θηραϊκή γη και άλλα δευτερεύοντα αδρανή. Πολλές φορές ενισχυόταν από τους τοπικούς τεχνίτες με τραγόμαλο και άχυρο. Η υψηλή περιεκτικότητα του κονιάματος σε ποζολάνες (ηφαιστειακά υλικά), το καθιστούσαν εξαιρετικά ανθεκτικό στον χρόνο και στις καιρικές συνθήκες και απρόσβλητο από την υγρασία. Η ποζολάνη (ηφαιστειακή γη) στον Ελλαδικό χώρο προέρχεται σήμερα από τη Μήλο ή τη Νίσυρο και είναι το βασικό υλικό του παραδοσιακού κονιάματος κουρασάνι.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%AC%CE%BD%CE%B9




Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τους Ήρωες Πιλότους τίμησε η Μεγάλη Χώρα Αγρινίου

“Η προσφορά των Στάϊκων στον Αγώνα του 1821”

Όμορφη Σπηλιά Καλάνας, Όρη Βάλτου, εξερεύνηση πριν 30 χρόνια.