9ο
9ο διήγημα του Κωστή Ν. Τσιάκαλου από το πρόσφατο βιβλίο του «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου»
Τίτλος του διηγήματος: "Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου"
Ο πατέρας μου ήταν σαφής, ρητός και κατηγορηματικός: «Όπως ξέρεις, λεφτά για να πας στην Αθήνα να σπουδάσεις δεν υπάρχουν· άσε που οι πιθανότητες να πετύχεις σε πανεπιστημιακή σχολή είναι μηδαμινές. Γι’ αυτό σου λέω, δώσε εξετάσεις στη Σχολή Υπενοματαρχών. Εκεί έχεις κάποιες ελπίδες να περάσεις και οι σπουδές είναι δωρεάν· έτσι κι αλλιώς τα πανεπιστήμια είναι για τους πλούσιους, γι’ αυτούς που τα έχουν!».
Εγώ, αγύριστο κεφάλι -έμοιασα της μάνας μου, έλεγε ο πατέρας μου- δεν ήθελα να πάω για αστυνομικός· ούτε ένιωθα άξιος για παπάς, που ήθελε πολύ και επέμενε η μάνα μου, η οποία όμως στο τέλος έλεγε: «καλά, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο μεγαλοδύναμος!».
Ξέχασα να συστηθώ… Ονομάζομαι ΚωστήςΤσιάκαλος, γεννήθηκα και μεγάλωσα ως τα δέκα οχτώ μου στη Σπολάιτα Αγρινίου -κατάγομαι απ’ την ηρωική Αργιθέα Αγράφων· εκείθεν από το θρυλικό Σούλι- και βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι καιροί πολύ δύσκολοι. Η μάνα μου πήγαινε μεροκάματο στο «μάζεμα των ελιών» για μισή οκά λάδι, λίγα χρόνια αργότερα αυξήθηκε στα τρακόσια δράμια! Του πατέρα μου το νυχτοκάματο στο λιοτριβειό του Παπαθανάση σαφώς και ήταν πολύ καλύτερο: Δύο οκάδες λάδι. Φορούσε μια τραγαζίκα και έφευγε απ’ το σπίτι αποβραδίς· επέστρεφε πολύ μετά τα μεσάνυχτα.
Έτσι μάζευαν στο χρόνο πάνω από εκατό οκάδες λάδι, απ’ το οποίο πουλούσαν το περισσότερο. Από τα χρήματα που έπαιρναν πλήρωναν για να φοιτώ εγώ στο Γυμνάσιο πρώτα απ’ όλα τις οκτακόσιες σαράντα δραχμές στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, στις 24 Σεπτεμβρίου, τη λεγόμενη σχολική εισφορά κι άλλες τριακόσιες περίπου δραχμές για τα βιβλία μου...
Εγώ απ’ τα δώδεκα ως τα δεκάξι μου, ποδαροδρομώντας είκοσι δύο χιλιόμετρα ημερησίως -έντεκα χιλιόμετρα το πρωί Σπολάιτα – Αγρίνιο και άλλα έντεκα χιλιόμετρα τ’ απόγεμα Αγρίνιο – Σπολάιτα-, έφτασα στη Δ΄ τάξη του εξατάξιου Γυμνάσιου Αρρένων! Εκεί ευτυχώς βρέθηκε ένας άγιος άνθρωπος, ο παπα-Κώστας Κακαβούλας, εφημέριος Αγίας Τριάδας και με πήρε στο οικοτροφείο, που μόλις είχε ιδρύσει. Κάπως έτσι τελείωσα το Γυμνάσιο...
Και να ’μαι τώρα εδώ, τέλος Ιουνίου 1964, στα δεκαοχτώ, μπροστά στο δίλημμα: Να κάνω μερικές επαναλήψεις κατά το προσεχές τρίμηνο, κυρίως στην Ιστορία και να δώσω εξετάσεις για Πάντειο ή να πάω να δουλέψω στο φράγμα των Κρεμαστών στον Αχελώο και μετά φεύγω για σμηνίτης; Για φροντιστήριο το προσεχές καλοκαίρι ούτε κατά διάνοια· ούτε απ’ έξω δεν πέρασα ποτέ... Τελικά και τα χαρτιά μου υπέβαλα στο Μεσολόγγι για να δώσω εξετάσεις στο τέλος Σεπτεμβρίου και έφυγα Αυγουστιάτικα για τα Κρεμαστά, όπου με περίμενε σκληρή δουλειά μέσα στις στοές, τις περισσότερες φορές με κράνος στο κεφάλι και κομπρεσέρ στα χέρια.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το δυσκολότερο της ζωής μου. Μαζί με τους θείους μου -Στάθη Τσιάκαλο και Βασίλη Καλοδάκη- δουλεύαμε συνήθως δωδεκάωρο! Βεβαίως και ήταν καλό το μεροκάματο: ογδόντα έως και ενενήντα δραχμές· όταν το μεροκάματο κάτω στα ρύζια -βοτανίσματα- στην πεδιάδα του Αγρινίου, τη δεύτερη μεγαλύτερη της Ελλάδας μετά τη θεσσαλική, ήταν τριάντα και σαράντα δραχμές το οχτάωρο, για γυναίκες και άνδρες, αντίστοιχα.
Περί τα τέλη του Σεπτέμβρη απευθύνομαι στον επιστάτη -foreman- της αμερικάνικης εταιρίας «Kaiser», απ’ όπου και τα πρώτα μου ένσημα, βαρέα και ανθυγιεινά.
- Να σας παρακαλέσω να μου δώσετε μια εβδομάδα άδεια για να πάω στο Μεσολόγγι να δώσω εξετάσεις...
- Άδεια να σου δώσω, αλλά εσύ όλο το καλοκαίρι ήσουν εδώ και δούλευες· τι εξετάσεις να δώσεις;
- Θα γράψει καλά, εξ επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, φώναξε από δίπλα ο συμμαθητής μου Χρ. Μανίμας, απ’ το Παναιτώλιο, μάλλον ειρωνευόμενος, ο οποίος συνέχισε: Θα δούμε κι αυτούς που θα πετύχουν, όλοι θα γίνουν επιστήμονες...
Τέλος πάντων, ο foreman μου έδωσε την άδεια «για να πάω να ξεκουραστώ κι όχι τάχα για εξετάσεις», όπως είπε.
Κι όμως, έγραψα πολύ καλά Έκθεση και Αρχαία, αλλά δυστυχώς Ιστορία «εφ’ όλης της ύλης» ήταν δύσκολα. Θυμάμαι πως από τις δέκα ερωτήσεις απάντησα μόνο στις πέντε· στις ερωτήσεις κρίσεως. Ακόμα θυμάμαι μία απ’ αυτές: Ποιο το νόημα της θυσίας στις Θερμοπύλες; Αν έπαιρνα δέκα -τη βάση-, θα περνούσα σίγουρα...
Περί τα τέλη Οκτωβρίου 1964 είμαι στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου με τον καλό μου φίλο και συμμαθητή Χάρη Παπαϊωάννου και πήραμε εφημερίδα, εκεί κοντά στο μεσημέρι, για να δούμε αν πέτυχε στην Ιατρική...
Βεβαίως και είχε πετύχει στην Ιατρική Θεσσαλονίκης ο Χάρης, ο οποίος αμέσως μετά με κέρασε προφιτερόλ στο διπλανό ζαχαροπλαστείο... Μέσα μου είχα νιώσει μια παράξενη υπερηφάνεια· σε λίγα χρόνια ο Χάρης θα είναι γιατρός· θα ’χω να λέω πως έχω φίλο γιατρό! «Είμαι βέβαιος πως θα γίνει κορυφαίος γιατρός και θα γιατρεύει όλο τον κόσμο· είμαι σίγουρος πως ο Χάρης δεν θα παίρνει χρήματα από τους φτωχούς!».
Την άλλη μέρα πάλι με τον Χάρη απ’ το ίδιο περίπτερο ξαναπήραμε εφημερίδα, να δούμε αν είχα πετύχει κι εγώ... Η αγωνία μου στο κατακόρυφο...
- Χάρη, να κοιτάξουμε απ’ το τέλος προς την αρχή· αν έχω πετύχει θα είμαι στους τελευταίους, είπα. Για Πάντειο εκείνη τη χρονιά είχαμε δώσει οχτώ χιλιάδες περίπου και επρόκειτο να εισαχθούν χίλιοι!
Στην τελευταία εκατοντάδα δεν ήταν το όνομά μου... Στην προτελευταία εκατοντάδα πουθενά... Κοιτάξαμε κι από τον επτακοσιοστό ως τον εξακοσιοστό, τίποτε... Θυμωμένος με τον εαυτό μου, που το περασμένο καλοκαίρι δεν είχα διαβάσει Ιστορία έδωσα μια στην εφημερίδα και την πέταξα καταγής.
Ο Χάρης γύρισε σε μένα και λέει: «... και γιατί κοιτάμε απ’ το τέλος, εγώ θα κοιτάξω απ’ την αρχή, αφού είχες γράψει πολύ καλά και Έκθεση και Αρχαία».
Αξέχαστη θα μου μένει η επόμενη σκηνή: Ο Χάρης έσκυψε, πήρε πάλι στα χέρια του την εφημερίδα κι άρχισε να κοιτάζει απ’ την αρχή... Εγώ κατέβασα το κεφάλι απελπισμένος, απογοητευμένος· «Κρίμα, και είχα ερμηνεύσει αλάνθαστα ακόμα και το άγνωστο κείμενο των Αρχαίων, κρίμα και η καλή Έκθεση» έλεγα μέσα μου. Κι ενώ η θλίψη μου έπαιρνε διαστάσεις...
- Πέτυχες, πέτυχες… φώναξε με όση δύναμη είχε ο Χάρης και στράφηκε προς εμένα, δείχνοντάς μου την εφημερίδα. Τον είδα να χοροπηδάει, αλήθεια λέω, ορκίζομαι· πέταγμα εφηβικό ως τον έβδομο ουρανό! Το πρόσωπό του είχε ένα παράξενο, υπέροχο φως. Χαιρόταν πολύ για μένα...
Φυσικά και δεν πίστευα ότι είχα πετύχει και μάλιστα τόσο ψηλά. «Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει να κοιτάει απ’ την αρχή τους επιτυχόντες και λέει ότι πέτυχα· το κάνει γιατί με είδε πολύ στενοχωρημένο· το λέει για να με παρηγορήσει. Τι καλό φίλο που έχω», έλεγα μέσα μου!
Και όμως, ο Χάρης έλεγε αλήθεια. Μου έδειξε ακριβώς: 21ος Τσιάκαλος Κων/νος του Νικολάου. «Εσύ είσαι, δεν υπάρχει άλλος με το ίδιο ονοματεπώνυμο» είπε και με πήρε για κέρασμα!
Ένα μήνα αργότερα -λίγο πριν εκπνεύσει ο προτελευταίος μήνας του χρόνου- ετοιμάστηκα για το μεγάλο της ζωής μου ταξίδι προς Αθήνα!
Μέχρι να ξεκινήσω για Αθήνα με τον πατέρα μου είχαμε αρκετές συζητήσεις. Ενώ έδειχνε ότι ήταν περήφανος που είχα πετύχει δεν έπαυε να είναι προβληματισμένος. «Εντάξει, τα τροφεία στο οικοτροφείο του Καντιώτη, όπου θα πας, δεν είναι πολύ υψηλά, αλλά και τις εξακόσιες δραχμές τον μήνα πού θα τις βρίσκουμε;» έλεγε. Εγώ τον καθησύχαζα: «Κανόνισε ο παπα Κώστας να πλένω εκεί τα πιάτα των άλλων οικοτρόφων και να πληρώνω τα μισά τροφεία, άσε που ελπίζω να βρω και κάποια δουλειά· το ευτύχημα είναι ότι η φοίτησή μου στην Πάντειο δεν είναι υποχρεωτική, οπότε θα έχω περιθώρια για δουλειά...».
- Έμαθα ότι αν πάρεις πτυχίο Παντείου μπορείς να γίνεις δημόσιος υπάλληλος· μεγάλη υπόθεση, κάθε μήνα να παίρνεις μισθό· «μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει»... Αν νομίζεις ότι πρέπει να πουλήσουμε το ένα απ’ τα δύο κτήματα που έχουμε και με τα χρήματα να βοηθηθείς να σπουδάσεις, αλλά καλό θα είναι να μην το πουλήσουμε, εσύ θα το έχεις· θα το βρεις μπροστά σου μια μέρα και να είσαι βέβαιος ότι θα το χρειαστείς.
Έλεγε κι άλλα ο πατέρας μου και κάποια στιγμή θυμήθηκε τότε -δέκα χρόνια πριν- που τον είχα ρωτήσει με όλη την αφέλεια του οχτάχρονου αγοριού: «Γιατί εμείς έχουμε μόνο ένα άλογο κι ο Χαρλαμάκης έχει δύο;».
- Εσύ όταν μεγαλώσεις να αποκτήσεις διακόσια άλογα, όχι μόνο δύο, είχε απαντήσει!
Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός. Άνθρωπος σκληροτράχηλος· ωστόσο, εξέπεμπε ένα υπέρλαμπρο φως, κάτι σαν ιερό δέος! Ζυμωμένος με το χώμα και την πέτρα είχε γίνει «ένα» με τα στοιχεία της φύσης. Μια φορά, με τις ροζιασμένες του παλάμες άρπαξε μια σφηκοφωλιά μαζί με τις σφήκες μέσα κι έστυψε κυριολεκτικά σφήκες και φωλιά. «Ξανατσιμπήστε μικρό παιδί» είχε μονολογήσει. Ήταν τότε που δυο-τρεις απ’ αυτές με είχαν τσιμπήσει στο πρόσωπο. Είχα πρηστεί κι έκλαιγα...
Συνήθως ήταν λιγομίλητος και σκεπτικός, εκτός απ’ τα χειμωνιάτικα βράδια γύρω απ’ το αναμμένο τζάκι, που διηγείτο στη μάνα μου και σε μένα μικρές ιστορίες απ’ τον πόλεμο του 1940. Στην Κορυτσά, στην Πρεμετή, στο Αργυρόκαστρο, στο Τεπελένι... «Εσύ, όταν μεγαλώσεις, μου είχε πει μια φορά, διακόπτοντας την αφήγησή του, να γίνεις καλός άνθρωπος· να κάνεις πάντα το καλό κι όπου σου περνάει ο λόγος να μιλάς κατά των πολέμων».
Λίγο πριν αναχωρήσω για Αθήνα είχαμε μια τελευταία πολύ σύντομη κουβέντα για «το οικονομικό»!
- Συνεννοήθηκα και με τη μάνα σου να σου δώσουμε πεντακόσιες δραχμές για ξεκίνημα και τα Χριστούγεννα, όταν με το καλό έρθεις, «αν δεν βρέξει θα ψιχαλίσει» κάτι θα γίνει... Όπως ξέρεις τα χρήματα εδώ είναι δυσεύρετα...
- Θέλω τουλάχιστον χίλιες δραχμές, αλλιώς δεν θέλω ούτε τις πεντακόσιες!
Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που «αντιμίλησα» στον πατέρα μου· ίσως επειδή ένιωθα κάπως ισχυρός (!) ίσως επειδή είχα καβαλήσει καλάμι, που τώρα δεν ήμουν «όποιος κι όποιος» · ήμουν φοιτητής!
... Αλλά κι ο πατέρας μου δεν έκανε πίσω. «Αν θέλεις παίρνεις τις πεντακόσιες δραχμές, αν δεν θέλεις δεν τις παίρνεις». Και πρόσθεσε με ολίγον χιούμορ: «Ζημιά σου και ωφέλειά μας!»…
Λίγο το πείσμα μου, λίγο η ξεροκεφαλιά μου, δεν δέχτηκα τις πεντακόσιες δραχμές και θα έφευγα για Αθήνα μόνο με το δικό μου κομπόδεμα απ’ τα Κρεμαστά, κάπου δυόμιση χιλιάδες δραχμές...
Η μεγάλη μέρα της αναχώρησης έφτασε. Τελευταία Κυριακή του Νοέμβρη 1964, λίγο μετά τη Θεία λειτουργία, ώρα εντεκάτη πρωινή θα έπαιρνα το αστικό λεωφορείο για Αγρίνιο και από κει ώρα μία το μεσημέρι το υπεραστικό για Αθήνα...
Τότε το να ταξιδεύει κανείς για την πρωτεύουσα δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Ήταν ένα ξεχωριστό γεγονός! Οι περισσότεροι χωριανοί μου δεν είχαν πάει ποτέ στην Αθήνα· την ήξεραν μόνο από φωτογραφίες ή απ’ τα επίκαιρα του σινεμά στο Αγρίνιο.
- Να πας να αποχαιρετήσεις τη θειά σου, τη Σταθούλα. Οι άλλοι συγγενείς μας και γείτονες θα σε ξεπροβοδίσουμε στο Κόνισμα, είπε η μάνα μου.
Πήγα κατευθείαν στη μεγάλη αδερφή του πατέρα μου, που χώλαινε απ’ το ένα της πόδι, γιατί όταν ήταν νέα την είχε τσιμπήσει οχιά. «Από θαύμα είχε γλιτώσει» έλεγε ο πατέρας μου!
- Θειά, ήρθα να σ’ αποχαιρετίσω, φεύγω για Αθήνα.
- Στο καλό να πας πιδάκι μ’ κι να προυσέχ’ς αυτού π’ θα πας. Να μαθ’ς πουλά – πουλά γράμματα κι να γένεις καλός άνθρουπους...
Άνοιξε την αγκαλιά της, με διπλοφίλησε και δάκρυσε... Εγώ έστρεψα να φύγω...
- Για έλα να σ’ που...
Η θειά μου η Σταθούλα, έπιασε τη μια κομποδιασμένη άκρη του μαύρου μεγάλου μαντηλιού της, που πάντοτε φορούσε στο κεφάλι της και την ξεκομπόδιασε. Είχε εκεί έξι δραχμές μεταλλικές. «Έλα, πάρτες, θα σ’ χρειαστούν αυτού π’ θα πας· μακάρ’ νά’χα πλιότερα να σ’ δώκου»!!!
- Δεν πειράζει θειά μου, έχω μαζέψει κάτι λίγα, κράτησέ τα εσύ αυτά.
- Ακούς τι σ’ λέου, έλα, πάρτα! Και επέμεινε η θειά μου η Σταθούλα να πάρω τις έξι δραχμές, που είχε στο κομπόδεμά της. Τελικά βρήκαμε συμβιβαστική λύση· πήρα εγώ τις τρείς δραχμές και κείνη κράτησε τις άλλες τρεις. Την χιλιοευχαρίστησα κι έφυγα.
Στο Κόνισμα με περίμενε πολύς κόσμος κι όλοι είχαν κάτι να μου δώσουν!
Η θειά μου η Φώτω η Αζούκου έβγαλε απ’ τον κόρφο της και μου ’δωσε είκοσι δραχμές! Κι οι θείοι μου, ο Ηλίας, ο Γιάννης, ο Γιώργος, ο Δήμος και οι άλλες θείες μου, η Φώτω Κατσινούλα, η Γεωργιά Πεταρούδα, η Γιαννιώ Σκαρμούτσου... Και τα μικρά μου ξαδερφάκια ήταν εκεί· και μερικά γειτονόπουλα απ’ την ομάδα μας, τον Ερμή!
Απανωτές οι ευχές απ’ όλες και όλους: «Να έχεις καλό ταξίδι», «Εκεί π’ θα πας να έχ’ς καλή προυκουπή», «Να είσι πάντα καλά σαν τα ψ(η)λά βουνά», «Να μάθ’ς πουλλά γράμματα και να γένεις καλός άνθρουπους»...
Ξαφνικά ο θείος μου ο Βασίλης με πήρε λίγο παράμερα, πολύ διακριτικά μου ’δωσε πεντακόσιες δραχμές (!) και μου ’πε: Μην ακούς τι σού ’παν οι άλλοι «να μην πας με γυναίκες»· εσύ να πας αλλά να φοράς προφυλακτικό!
Ήρθε το αστικό λεωφορείο· σήκωσα το δεξί μου χέρι -με τ’ αριστερό κρατούσα τη βαλίτσα μου- κι αποχαιρέτησα όλους τους δικούς μου...
Τότε ήταν που είδα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, τα μεγάλα θαλασσοπράσινα μάτια του πατέρα μου βουρκωμένα! Δακρυσμένα τα μάτια του! Κείνη την ώρα και ο ουρανός δάκρυσε... Ναι, τα μάτια του πατέρα μου είχαν πλημμυρίσει δάκρυα. Δροσοσταλίδες λαμπυρίζουσες, τις πήρα για πάντα μαζί μου φυλαχτό ιερό και άγιο... Αμέσως έτρεξα κοντά του και τον αγκάλιασα· ένα αδιόρατο χαμόγελο άνθησε στα χείλη του και ενώ τα μάτια του ήταν ακόμα θολά μου είπε: «Στην ευχή του θεού»!
Μπήκα στο αστικό για το Αγρίνιο, όπου με περίμενε ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη! Μαζί μου και ο θείος μου ο Στάθης, ο μικρότερος αδερφός του πατέρα μου.
- Θα πάμε μαζί ως τα Ρ’σέικα, έχω μια δ’λειά· να, πάρε και τούτα τα λίγα χρήματα, θα σ ’χρειαστούν. Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα πεντακοσάρικο και μου το έδωσε!
- Να γράφεις και κάνα γράμμα στη μάνα σου και στον πατέρα σου, να μαθαίνουμε και μεις τα νέα σου, είπε.
Υ.Γ. (1): Τριάντα χρόνια αργότερα -φθινόπωρο 1994- ήθελα να αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο, αλλά όχι «όποιο κι όποιο». Πήγα σε δυο, τρεις αντιπροσωπείες, αλλά δύσκολος πελάτης εγώ δεν κατέληγα. Τελικά έφτασα στου «Βασιλάκη»... Ο ίδιος εξεθείαζε τα προσόντα του νέου προς πώληση μοντέλου: «Είναι το ασφαλέστερο με απίστευτες επιταχύνσεις· ξέρεις τι θα πει να είσαι εποχούμενος διακοσίων αλόγων;»! Εκεί ξαφνικά, συνειρμικά, θυμήθηκα την ευχή του πατέρα μου: «Εσύ να αποκτήσεις διακόσια άλογα, όταν μεγαλώσεις» και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Απάντησα αμέσως στον κ. Βασιλάκη: «Ναι, τα κλείσαμε τα διακόσια άλογα»!
Εκείνος με κοίταξε παράξενα, μου είπε να καθίσω και με κέρασε αναψυκτικό. «Κάτι συμβαίνει, θα ήθελες να μου πεις;» με ρώτησε.
Αμέσως του είπα εν πάση δυνατή συντομία για κείνη την ευχή του πατέρα μου. Ο κ. Βασιλάκης συγκινήθηκε, σηκώθηκε, δώσαμε τα χέρια, συμφωνήσαμε και μου έκανε την έκπληξη: Τελικά σου αφήνω το όχημα με τους διακόσιους ίππους στην καλύτερη δυνατή τιμή, που δεν το άφησα ούτε πρόκειται να τ’ αφήσω σε άλλον. Και όντως από είκοσι δύο εκατομμύρια δρχ. που ήταν η τελευταία, τελική τιμή, μου το έδωσε είκοσι εκατομμύρια δρχ.
Υ.Γ. (2): Πάσχα του 2014, σχεδόν πενήντα χρόνια από τότε, στη Σπολάιτα Αγρινίου, στο σπίτι του θείου μου Στάθη, ψήνοντας «παραδοσιακώ τω τρόπω» το αρνάκι σε γιορτινό κλίμα, με ευχάριστη παρέα, την Έλενα, τη Λάνα απ’ το Κίεβο και τον συνάδελφό μου δημοσιογράφο Χάρη Κοντόπουλο και υπό τους ήχους της «λουλουδιασμένης ιτιάς» είπα στο θείο μου Στάθη: «Θείε, τόσα χρόνια και δεν βρήκα έναν κάποιο τρόπο να σ’ ευχαριστήσω για κείνο το πεντακοσάρικο που μου είχες δώσει τότε που ξεκινούσα το πρώτο της ζωής μου ταξίδι για Αθήνα».
Η απάντηση του θείου μου με άφησε κυριολεκτικά άφωνο: «Α, κι εγώ έχω ξεχάσει τόσα χρόνια να σου πω ότι εκείνο το πεντακοσάρικο –καλά που μου το θύμησες– μου το είχε δώσει ο πατέρας σου για να σου το δώσω»! Το απόγευμα της ίδιας μέρας, την ίδια πανομοιότυπη απάντηση πήρα και από τον θείο μου Βασίλη Καλοδάνη!
--------------------ο--------------------
Σύντομο βιογραφικό.
Ο Κωστής Τσιάκαλος γεννήθηκε στην Σπολάιτα Αγρινίου. Η καταγωγή των γονιών του είναι από την Αργιθέα Αγράφων-εκείθεν από το Σούλι.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣ επί 32 συνεχή χρόνια.
Υπήρξε διευθυντής τύπου της ΓΣΕΒΕΕ (1977-1983), Προϊστάμενος του γραφείου τύπου του ΕΟΜΜΕΧ (1984-2007).
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1978, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συνταχτών και της διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. (IFJ).
Έχει εκλεγεί δέκα φορές στο Μικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ και δυο φορές αντιπρόσωπος στην ΠΟΕΣΥ. Στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ το 1999 έλαβε παμψηφία.
Έχει διδάξει σε σεμινάρια δημοσιογραφίας που αφορούσαν σε μεταπτυχιακές σπουδές. Επίσης έχει κάνει εισηγήσεις και έχει προεδρεύσει σε συνέδρια δήμων, επιχειρήσεων, οργανώσεων, οργανισμών.
Έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις για το λογοτεχνικό του έργο. Το 2014 τιμήθηκε με το Ρωσικό βραβείο ποίησης από την Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα. Πρόσφατα τιμήθηκε με το «Α» βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Πολιτισμού καθώς και με το χρυσό βραβείο «Ρήγας Φεραίος».
Α.Κ.Κ.