Οι κατασκευές ενός ιδιοφυούς Αργιθεάτη εμπειροτέχνη
Ιδιοκατασκευές στο παρελθόν ενός ιδιοφυούς
Αργιθεάτη εμπειροτέχνη
Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας. Ντοκουμέντα, παλιές φωτογραφίες και πληροφορίες Κώστας Παν. Τσιάκαλος
Μια ζεστή ημέρα στα τέλη του Αυγούστου, παρέα με έναν καλό φίλο πήραμε τον δρόμο «για τα βουνά», προς δροσερότερα μέρη, ψηλά στον Αχελώο και στα χωριά της Αργιθέας.
Περάσαμε το τελευταίο χωριό του Ορεινού Βάλτου το Αυλάκι, σύνορο με την Τουρκιά από το 1832 έως το 1881 και σταματήσαμε στην προ-τελευταία πέτρινη γέφυρα του Αχελώου που κατασκευάστηκε το 1906.
Η επόμενη και τελευταία χρονολογικά πέτρινη γέφυρα είναι αυτή της Τέμπλας στα Βρουβιανά, λίγα χιλιόμετρα πιο νότια. Κατασκευάστηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1912 και έκτοτε όλες οι επόμενες γέφυρες στον Αχελώο έγιναν με χρήση σίδηρου και τσιμέντου.
Για όποιον πιστεύει ότι έχει δει τα πάντα, αν δεν έχει επισκεφθεί τα απομακρυσμένα αυτά χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, Βρουβιανά και Αυλάκι, με τα δυο περίφημα γεφύρια-Αυλακίου και Τέμπλας, δεν έχει δει τα πιο όμορφα μέρη της Δυτικής και όχι μόνο Ελλάδας!
Από την κοίτη του ποταμού στα 300 μέτρα υψόμετρο πήραμε τον ανήφορο και μετά από 9 χιλιόμετρα, από τα οποία τα 8 είναι-ακόμα-χωματόδρομος, φθάσαμε στο Καταφύλλι στα 900-1000 μέτρα υψόμετρο.
Η διαφορά της θερμοκρασίας ήταν αισθητή προς το «καλύτερο», αν και φέτος-καλοκαίρι του 2024-παντού ακόμα και στα ψηλά, μετά τις εννιά-δέκα το πρωί η ζέστη δεν υποφέρονταν…
Το Καταφύλλι έχει μεγάλη ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Η ορεινή περιοχή της σημερινής Αργιθέας κατοικούνταν από τους Αθαμάνες. Πιθανόν η αρχαία πόλη Αργιθέα να ήταν εκεί που είναι κτισμένο το χωριό. Που μέχρι το 1930 λεγόταν Σελιπιανά, από το όνομα του βασιλιά των Αθαμάνων Σέλιπου.
Στο χωριό έκανε τις διακοπές του ο φίλος μου Κώστας Παν. Τσιάκαλος με την φιλόξενη Κρητικιά γυναίκα του κυρία Ελένη και τα εγγονάκια τους Κωνσταντίνο και Άγγελο .
Μας περίμεναν και μας υποδέχθηκαν με δροσερά «ντόπια» νερά πηγής και νόστιμα εδέσματα. Όπως ντομάτες και αγγούρια χωρίς λιπάσματα, μόνο με κοπριά, τυρί ντόπιο στραγγισμένο σε τσαντίλα, «ατσούμπαλο» στο σχήμα και όχι «τετραγωνισμένο» από βιομηχανικά καλούπια, τηγανισμένες λουλουδοκεφτέδες και χειροποίητα χωριάτικα λουκάνικα.
Πως να αποχωριστείς τέτοια «νόστιμη» υποδοχή και να ξαναφύγεις «προς τα κάτω», ξέροντας τι καύσωνας σε περιμένει στον κάμπο του Αγρινίου!
Ο φίλος Κώστας μας με περίμενε να πάω και να συνεχίσουμε μια συζήτηση που ξεκινήσαμε πριν χρόνια. Όταν κάποια μέρα μιλάγαμε με νοσταλγία για τις «παλιές καλές εποχές» που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα. Τότε που οι άνθρωποι κατασκεύαζαν τα απαραίτητα εργαλεία και κάνανε τις δουλειές τους, ανάλογα με το πόσο «τους έκοβε» το μυαλό!
Τότε λοιπόν πριν περίπου πέντε χρόνια ο Κώστας μου μίλησε για τον μάστορα πέτρας και όχι μόνο πατέρα του. Μου είχε πει για διάφορες έξυπνες κατασκευές που είχε ξεκινήσει να κάνει από μικρός.
Υποσχέθηκε αν κάποια στιγμή δοθεί η ευκαιρία και είναι στο Καταφύλλι και με φέρει ο δρόμος από εκεί, να μου δείξει ένα ιδιοφυές πατρικό κατασκεύασμα που ο ίδιος το διέσωσε κατασκευάζοντας μια λειτουργική μίνι μακέτα.
Στις 27 Αυγούστου «βρέθηκε» η ευκαιρία και συναντηθήκαμε στο πατρικό του σπίτι λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, μια και τα μαθητούδια εγγονάκια του θα γυρίσουν στα σχολεία τους.
Περιμένοντας έβγαλε από το σπίτι την μακέτα και την τοποθέτησε σε ένα σκιερό μέρος της αυλής, κάτω από μια καρυδιά, δίπλα σε μια λήψη νερού.
Σύνδεσε ένα λάστιχο στην μίνι δεξαμενή της συσκευής και ενώ περιμέναμε να γεμίσει, την περιεργαζόμασταν καθώς ο υπερήφανος γιος του εμπειροτέχνη Παναγιώτη Κων. Τσιάκαλου (1923-2013), που αργότερα σαν εργολάβος έχτισε σπίτια στο Αγρίνιο και Αθήνα, μας εξηγούσε τον τρόπο λειτουργίας της καθώς και τον σκοπό της.
Καθώς η στάθμη του νερού ανέβαινε σιγά-σιγά, ένας πλωτήρας άρχισε να σηκώνεται από τον πυθμένα της. Ένα σχοινί συνδεμένο μαζί του, που περνούσε από ράουλα στο ύψος της κορυφής της δεξαμενής, ελευθέρωνε μια εύκαμπτη σωλήνα εξωτερικά της.
Όταν η στάθμη του νερού έφθασε σε κάποιο ύψος, ένας άλλος πλωτήρας «ενεργοποιήθηκε» και έδωσε «μπόσικα»-πάλι με σχοινί και ράουλα-σε ένα μεταλλικό άγκιστρο που κρατούσε την ανασηκωμένη σωλήνα.
Και όταν τελικά γέμισε η δεξαμενή με νερό, το άγκιστρο «αμόλησε» την εξωτερική σωλήνα που κρατούσε ψηλά και αυτή κατεβαίνοντας στο επίπεδο της βάσης της δεξαμενής, απελευθέρωσε τον συσσωρευμένο όγκο νερού αδειάζοντας την. (Η ροή του νερού-αργή ή γρήγορη-ρυθμίζεται από την διάμετρο της σωλήνας και από βάνα).
Όσο διαρκεί το άδειασμα της δεξαμενής, ο πρώτος πλωτήρας κατεβαίνοντας αρχίζει να ανασηκώνει πάλι την σωλήνα. Η ροή του νερού δεν διακόπτεται όμως ακόμα κι αν η σωλήνα σηκωθεί πιο ψηλά από τα χείλη της δεξαμενής γιατί σχηματίζεται σιφόνι, και το νερό κυλάει σε χαμηλότερο επίπεδο εκτελώντας το έργο του, ποτίζοντας τα σπαρτά, κήπους και φυτά από την δεξαμενή και κάτω.
Οι ανάγκες δημιουργούν επινοήσεις, και αυτή που αντιμετώπιζε ο Πάνος Τσιάκαλος τον οδήγησε στην επινόηση του μηχανισμού αυτόματου ανοίγματος/κλεισίματος της δεξαμενής!
Είχε ήδη εγκαταστήσει δίκτυο σωληνώσεων, για να ποτίζει τα δέντρα χωρίς να χρειάζεται να οδηγεί το νερό σ’ αυτά με αυλάκι και πολλές απώλειες, όπως γινόταν παραδοσιακά.
Η ποσότητα του νερού της πηγής-ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες-δεν επαρκούσε για τη λειτουργία του δικτύου. Για το λόγο αυτό το νερό συγκεντρωνόταν σε δεξαμενή, από όπου μπορούσε να πάρει την ποσότητα του νερού που χρειαζόταν το δίκτυο.
Έπρεπε λοιπόν όταν γέμιζε, να πάει να την ανοίξει για να ποτίσει, αλλιώς θα υπερχείλιζε και θα πήγαινε το νερό χαμένο. Το γέμισμά της όμως συνέβαινε και σε ώρες που δεν ήταν εύκολο να κάνει αυτή τη διαδικασία, ή που έλειπε.
Έτσι σκέφτηκε και έφτιαξε το αυτόματο σύστημα που λειτουργούσε χωρίς ρεύμα (που δεν υπήρχε), και χωρίς μπαταρίες, (που θα θέλανε ανά διαστήματα αγορά και αντικατάσταση).
Με αυτό το σύστημα όταν γέμιζε η δεξαμενή άνοιγε μόνη της, γινόταν το πότισμα και έκλεινε πάλι μόνη της, για να επαναληφθεί ο κύκλος χωρίς να χρειάζεται να είναι εκεί ο ίδιος.
Με την κατασκευή αυτή συγκεντρώνονταν το νερό σε «στέρνα» (μεγάλη πετρόχτιστη δεξαμενή πολλών κυβικών), τις ώρες που είναι νεκρές για τις εργασίες ποτίσματος, πχ. την νύχτα ή κατά την διάρκεια μιας καυτερής ημέρας. Εκεί μαζεύονταν το νερό και απελευθερώνονταν όταν γέμιζε η δεξαμενή. Όταν άδειαζε, άρχιζε ο κύκλος από την αρχή. Έτσι εκμεταλλεύονταν το νερό αδιάκοπα (όσες ώρες του αναλογούσαν βάσει του «Αραδόχαρτου»).
Οι λόγοι που τον οδήγησαν στην κατασκευή για την αποθήκευση και γρήγορη αποστράγγιση της δεξαμενής, ήταν βασικά η ελάττωση παροχής νερού από την πηγή τους καλοκαιρινούς μήνες. Άλλος λόγος η διανομή του νερού γρήγορα και χωρίς απώλειες στα διάφορα επίπεδα, στις «πεζούλες» στην πλαγιά του βουνού.
Η σειρά της χρήσης του νερού από τις τρεις βρύσες του χωριού συμφωνούνταν στην αρχή της άνοιξης κάθε χρόνο. Καταρτίζονταν ειδικό «συμφωνητικό» που ονομάζονταν «Ραδόχαρτο». Η «μοιρασιά» του πολύτιμου νερού γινόταν ανάλογα με τα στρέμματα του καθενός. Την εγκυρότητα του Ραδόχαρτου πιστοποιούσε η υπογραφή του Προέδρου της Κοινότητας Καταφυλλίου στον οποίο το καταθέτανε οι ενδιαφερόμενοι συντάκτες του.
Χάρις στην προνοητικότητα του Πάνου Κων. Τσιάκαλου δύο τέτοια Λαδόχαρτα, για τα νερά της «Παλιόβρυσης», σπάνια ντοκουμέντα μιας άλλης εποχής, έχουν διασωθεί μέχρι τις ημέρες μας και φυλάσσονται από τους γιούς του.
Το ένα συντάχθηκε στις 22 Απριλίου του 1938. Είναι η χαρτοσημασμένη αίτηση 16 ενδιαφερόμενων κατοίκων και της Εκκλησίας του χωριού Μεταμόρφωση του Σωτήρος (που είχε χωράφια εκεί), προς τον Πρόεδρο Καταφυλλίου.
Μοιράζει το νερό ανάλογα με τα στρέμματα του καθενός. Καταγράφει συνολικά 56 στρέμματα και το νερό αφού ποτίσουν όλοι επανέρχεται μετά από 28 ημέρες εις τον πρώτο χρήστη. Και ακολουθεί ο επόμενος γύρος ποτίσματος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αίτηση ότι : «Αιτία της παρούσης αιτήσεώς μας είναι οι παρασπονδίες ενίων εξ ημών ήτινες αρέσκονται εις το να κατακρατούσι πλείονας ημέρας πέραν των δικαιωμάτων των το ύδωρ τούτο και ούτω να …..εις βάρος της ολότητος».
Και το άλλο «Ραδόχαρτο» είναι μετά από 50 και χρόνια, το 1991.
Κάποιοι από τους παλιούς έχουν φύγει από την ζωή και τα χωράφια έχουν περάσει στους απογόνους τους. Στα 50 αυτά χρόνια πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Οι πιο πολλοί έχουν φύγει από το χωριό, τα νερά των πηγών όμως εξακολουθούν να τρέχουν και να ποτίζουν τους κήπους με τα λαχανικά που οι ελάχιστοι κάτοικοι, κυρίως ηλικιωμένοι, φυτεύουν και περιποιούνται με αγάπη.
Χάρις στους παλιούς που είναι στην ζωή, οι συγγενείς τους όταν έρχονται για τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, ειδικά στις διακοπές του καλοκαιριού, απολαμβάνουν πεντανόστιμες ντοματο-σαλάτες, πατάτες, όσπρια και λαχανικά, όλα χωρίς λιπάσματα!
Η πατεντάδικη κατασκευή του Παναγιώτη Κων. Τσιάκαλου χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο για το πότισμα των καρυδιών που είχε φυτέψει με σκοπό την εκμετάλλευση της πολύτιμης ξυλείας.
Δυστυχώς τα μεταπολεμικά χρόνια η εξέλιξη σε όλους τους τομείς ήταν ραγδαία και η χρήση των πατροπαράδοτων ξύλινων χειροποίητων επίπλων έδωσε την σκυτάλη σε βιομηχανικές κατασκευές με χρήση εισαγόμενης φτηνής ξυλείας ακόμη και με την χρήση πλαστικού!
Και μέχρι να μεγαλώσουν οι καρυδιές που χρειάζονταν πάνω από 20 χρόνια για να αναπτυχθούν, οι τιμές της για αιώνες πολύτιμης ξυλείας τους έπεσαν απότομα. Μάλιστα όταν σήμανε το τέλος του εμπορίου καρυδιάς, κάποιοι μεσάζοντες, αν και είχαν δώσει «καπάρο» δεν ξαναγύρισαν στα χωριά ούτε να τον ζητήσουν πίσω.
Πολλοί που περίμεναν κάποιο έσοδο για τον πολυετή κόπο τους στην φροντίδα των ευαίσθητων δένδρων καρυδιάς, με μεγάλη τους λύπη τις έκοψαν σιγά σιγά για καυσόξυλα προκειμένου να αποκομίσουν κάτι.
Ο Πάνος Τσιάκαλος δεν έφθασε ξαφνικά στο «τεχνολογικό» επίπεδο να εφεύρει την προηγμένη για την περιοχή πατέντα του.
Από μικρός ήταν πανέξυπνος και η ευφυΐα του είχε εντυπωσιάσει πολλούς μαστόρους της εποχής του, ανάμεσά τους τον ίδιο τον πατέρα του.
Καθώς διηγήθηκε ο γιος του Κώστας, έχουν μείνει στο χωριό, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλίας, ιστορίες για το πως έδινε λύσεις εκεί που άλλοι «σήκωναν τα χέρια».
Μικρός ακόμα ανέλαβε να αποστραγγίσει χωράφια, όταν πολλοί άλλοι προσπάθησαν μάταια, και τα κατάφερε. Με την σκέψη του πρώτα, μελετώντας την ροή των νερών στις κοντινές πλαγιές και ρυάκια, υπολογίζοντας υψομετρικές διαφορές χωρίς όργανα, μόνο με «το μάτι» του, έβαλε εργάτες και έσκαψαν αυλάκια οδηγώντας τα νερά έξω από τα χωράφια όπου λίμναζαν μέχρι τότε.
Όταν απολύθηκε από τον στρατό και εργαζόταν στην ΜΟΜΑ, (Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκροτήσεως) η μονάδα του κατασκεύασε ένα αντέρεισμα σε ένα πρανές δρόμου. Όταν το τελείωσαν αυτό…κατέρρευσε!
Ο «δαιμόνιος» Τσιάκαλος μουρμούρισε ότι αυτό ήταν «φυσικό και επόμενο να γίνει». Ένας επιβλέπων αξιωματικός που τον άκουσε τον ρώτησε γιατί το είπε αυτό. Εξήγησε το σκεφτικό του στον Αξιωματικό. Και εκείνος-προς τιμή του-τον τοποθέτησε επικεφαλής των εργατών του συνεργείου που ακολουθώντας τις οδηγίες του το κατασκεύασαν γρήγορα και σίγουρα! Πιθανόν να υπάρχει ακόμα εβδομήντα χρόνια μετά! Το μυστικό του ήταν το πάχος της τοιχοποιίας, μεγάλο στην βάση που στένευε όσο ανέβαινε ψηλά.
Πρόσφατα στο Θέρμο που έγινε το Εργαστήρι της ξερολιθιάς στον Μύλο της Κασσάνδρας, το οποίο παρακολούθησα, μάστορες ντόπιοι μας δίδαξαν ότι το μυστικό είναι να στενεύει ο τοίχος κατά 10% όσο ψηλώνει. Δηλαδή όταν η βάση έχει πάχος ένα μέτρο, σε ύψος ενός μέτρου το πλάτος να είναι 90 εκατοστά, στα πέντε μέτρα ύψους του τοίχου 50, Και αν πρόκειται να γίνει ψηλότερος ο τοίχος θα πρέπει να ξεκινάει ακόμα πιο πλατύς. (Βλέπε εδώ: https://www.gefyravergas.gr/2024/06/blog-post_15.html
Ο ευρεσιτέχνης Καταφυλλιότης στην ζωή του κατασκεύασε τοιχοποιίες με «θερίες» πέτρες, ασήκωτες και από δυο μπρατσωμένους άνδρες. Το κατάφερνε να τις ανεβάζει σε ύψος μεγαλύτερο από το μπόι του με δικές του πατέντες που δεν τις σπούδασε πουθενά.
Από αγάπη για το χωριό του με δικά του έξοδα έχτισε τον ναό του Προφήτη Ηλία στην ομώνυμη τοποθεσία στην κορυφή του βουνού πάνω από το χωριό.
Στο δροσερό Καταφύλλι η ώρα κύλαγε σαν νερό μιλώντας για τα παλιά κάτω από τον ίσκιο των καριών. Μια άλλη φορά, ίσως το επόμενο καλοκαίρι να ξαναβρεθούμε με τον Κώστα.
Πολύ θα ήθελα να περπατήσω στο χωριό από κάτω μέχρι επάνω, ίσως και στο διπλανό φαράγγι με τους πελώριους γκρεμούς. Εκεί που ο Κώστας είπε ότι «παλιά» υπήρχαν πολλές «αρχαίες πέτρες» που με τα χρόνια και τις πλημύρες κουτρουβάλησαν στην ρεματιά.
Και ίσως κάπου στην άκρη από μια πεζούλα στο χωριό, να αντικρίσω μια μεγάλη πέτρα, κάποιο αγκωνάρι που απόμεινε από το παλάτι του Βασιλιά Θεόδωρου του Αργίθεου ή του Θεόδωρου του 2ου ή του Αμύνανδρου ή ακόμα και του περίφημου Σέλιπου που έδωσε το όνομά του μέχρι πριν 94 χρόνια στο χωριό.
Στον δρόμο της επιστροφής για τα «χειμαδιά» στον κάμπο του Αγρινίου, το θερμόμετρο σκαρφάλωσε από τους 25° στους 35° βαθμούς!
------------------ο----------------
Ακολουθούν ιστορικές πληροφορίες για το Καταφύλλι και την περιοχή παρμένες από το Ανάτυπο του περιοδικού «Θεσσαλικά Μελετήματα τόμος 13ος» που επιμελήθηκε ο Γεώργιος Κ. Σταμούλης και που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Κ. & Μ. Σταμούλη, το 2023. Ο πλήρης τίτλος του Ανάτυπου είναι: «Η Δημοτική Ενότητα Αχελώου Νομού Καρδίτσης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέσα από τις Οθωμανικές απογραφές (1454/55, 1506, 1530 και 1571)».
Σύμφωνα λοιπόν με τα μεταγλωττισμένα Τουρκικά «κιτάπια» η περιοχή της Δημοτικής Ενότητας Αχελώου μέχρι το 1580 περίπου ανήκε στο Ναχιγιέ Ραδοβισδίου που υπαγόταν στον Καζά του Φαναρίου που ήταν ένας από τους τέσσερες Καζάδες του Σαντζακίου των Τρικάλων.
Μετά αποσπάστηκε από το Ραδοβίσδι και εντάχθηκε στον Καζά των Αγράφων με τον χαρακτηρισμό «παράρτημα».
(Οι μεγάλες περιφέρειες ονομάζονταν «Μπεηλερμπεηλίκια», διαιρούνταν σε «Σαντζάκια» και αυτά σε επαρχίες, τους «Καζάδες» ή «Βιλαέτια» που με την σειρά τους διαιρούνταν σε «Ναχιγιέδες». Το Σαντζάκι των Τρικάλων περιλάμβανε όλη την σημερινή Θεσσαλία, τα όμορα τμήματα της Μακεδονίας, ενώ προς τα κάτω συμπεριλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας εκτεινόμενο μέχρι την Ναυπακτία).
Η περιοχή των Αγράφων κατά το 1455 σύμφωνα με Τουρκικό Χάρτη που δημοσιεύτηκε το 2001 από τον Οθωμανολόγο καθηγητή Melek Delilbasi, που στηρίχθηκε στις απογραφές του 1454/55, περιείχε 15 οικισμούς. (λείπουν οι οικισμοί Πλίσοβο και Μα(ρ)κόνα καθώς ο καθηγητής δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ακριβή τους θέση πάνω στον χάρτη).
Κάποιοι από τους 15 οικισμούς είναι οι: Μάραθος, Νεχώρι, Βραγκιανά, Ραχωβίτσα, Γριμπιανά, Σελιπιανά, Αργύρι, καθώς και χωριά της Ευρυτανίας όπως Ζελενίτσα, Ραφτόπουλο μέχρι και τα Λεπιανά.
Το Καταφύλλι-Σελιπιανά (Spiliana, Sililyana, sipilana, Spilyana) είχε τον παρακάτω συνολικό πληθυσμό κατά τις απογραφές:
Το έτος 1455 σύνολο 467, το 1485 σύνολο 343, το 1506 σύνολο 513, το 1521 σύνολο 550 και το1571 σύνολο 423.
Αν προσθέσουμε και τους κατοίκους του Πλίσοβου (Pilisovo, Pilisova) τότε τα Σελιπιανά/Καταφύλλι ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής με νούμερα που φθάνουν το 1530 τους 800 κατοίκους!
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη ροή πληροφοριών από τις μεταφράσεις των Τουρκικών ντοκουμέντων που είναι λεπτομερή και φυλάσσονται σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα. Πολύ σύντομα θα μάθουμε πολλά στοιχεία για τους επόμενους αιώνες στην περιοχή.
Με πάρα πολλές λεπτομέρειες ειδικά για τους φόρους που πλήρωναν οι Χριστιανοί κάτοικοι. Και αυτοί ήταν πολλοί και διάφοροι!
Παράδειγμα στο Καταφύλλι+Πλίσιβο το 1506 πλήρωσαν οι κάτοικοι 12.538 Άσπρα, για φόρους σε: Σπέντζα, Σιτάρι, Κριθάρι, Πρόβατα, Αγριόχορτα, Αμπελώνες, Κρασί, Μούστο, Ποτά, Κυψέλες, Μετάξι, Καρύδια, Λινάρι, Καρπούς, Μποστάνια, Μύλους, Γάμους και άλλους…έκτακτους! Και φυσικά τον κεφαλικό φόρο…
Λίγες δεκαετίες πριν την Επανάσταση του 1821 στο Καταφύλλι και τα άλλα χωριά της περιοχής κατέφθασαν καταδιωκόμενοι Έλληνες από τα χωριά της Ηπείρου, Καρδίτσας, Τρικάλων και Αιτωλοακαρνανίας. Οι Τούρκοι Σπαχήδες έχασαν σιγά-σιγά την δύναμή τους και τον έλεγχο των τιμαρίων τους. Το Τουρκικό κράτος στηρίζεται πλέον για την διατήρηση της τάξης και ασφάλειας στους Αρματολούς. Αυτή την περίοδο και μέχρι το 1819 το αρματολίκι των Αγράφων το είχαν οι Μπουκοβαλαίοι, έχοντας δημιουργήσει ιδιαίτερους δεσμούς και παρουσία στην περιοχή. Το 1803 ο Μπουκουβάλας στα Γριμπιανά αγόρασε από τον Τούρκο Μπέη όλη την περιοχή και την χάρισε στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Στην έκταση αυτή είναι σήμερα τα Γριμπιανά. Ο Τούρκος Μπέης πούλησε το τιμάριό του γιατί δεν μπορούσε να το ελέγχει και κινδύνευε να το χάσει εντελώς. Καθώς στην περιοχή είχαν μαζευτεί πολλοί κλέφτες και είχαν κάνει τα χωριά αυτά το ορμητήριό τους. Όποιος από τις γύρω περιοχές ήταν καταδιωκόμενος, έβρισκε ασφαλές καταφύγιο εκεί. Οι ντόπιοι τους καλοδέχονταν μια και υπήρχε αρκετός χώρος για όλους. Και έτσι εκεί σ’ αυτά τα απρόσιτα μέρη θέριεψε η αντίσταση και μετά από αγώνες και πολλές θυσίες φθάσαμε στον μεγάλο ξεσηκωμό του γένους και την Ελευθερία.
Γι’ αυτό τον λόγο κάθε επίσκεψη μας σ’ αυτά τα χώματα θα πρέπει να μας φέρνει στον νου την ένδοξη ιστορία των προγόνων μας και την αυτοθυσία τους για να ζήσουν οι επόμενες γενιές ελεύθεροι.
Α.Κ.Κ.
Ο