«Η φωτογραφία που δεν εστάλη ποτέ...»
Ένα από τα πρόσφατα βιβλία του Κωστή Ν. Τσιάκαλου είναι μια συλλογή από 14 διηγήματα με τίτλο «Όταν δάκρυσε ο πατέρας μου». (2023)
Με την άδειά του συγγραφέα θα δημοσιεύεται ένα διήγημα την εβδομάδα.
(στο τέλος του διηγήματος ακολουθεί σύντομο βιογραφικό του λογοτέχνη Κωστή Τσιάκαλου).
Ακολουθεί το 2ο διήγημα του βιβλίου:
«Η φωτογραφία που δεν εστάλη ποτέ...»
Διήγημα του Κωστή Ν. Τσιάκαλου
Βρισκόμαστε στη Σπολάιτα Αγρινίου, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950 κι εγώ πήγαινα στη Β΄ τάξη Δημοτικού. Ο πατέρας μου, ο Νικόλας, τα χειμωνιάτικα βράδια, γύρω απ’ το αναμμένο τζάκι, διηγείτο στη μάνα μου, τη Στυλιανή, και σε μένα μικρές ιστορίες απ’ τον πόλεμο του 1940-41 στη Βόρεια Ήπειρο κατά των φασιστών του Μουσολίνι ή αργότερα, απ’ τον εμφύλιο του 1946-49. Πολλές απ’ αυτές τις δραματικές σύντομες ιστορίες «τυπώθηκαν» στη μνήμη μου. Μία απ’ αυτές, με τον Τάκη Μπανιώτη και τη φωτογραφία του, που την είχε ο πατέρας μου στο γυλιό του, την κουβαλούσα μέσα μου και χρόνια αργότερα, κάθε φορά που έβλεπα τη μάνα του την κυρά Κώσταινα Μπανιώτη, ένα ρίγος με διαπερνούσε, κάτι σαν κλάμα βουβό. Πολλές φορές σιωπηλά αναρωτιόμουν: Γιατί, θεέ μου, γιατί;
------------------ο-----------------
Εκείνο το κρύο σούρουπο της Μ. Εβδομάδας η καλή γειτόνισσα, η γιαγιά η κυρά Κώσταινα η Μπανιώτη για μια ακόμα φορά ήρθε ως την αυλή του σπιτιού μας να ρωτήσει τον πατέρα μου για τον γιο της, τον Τάκη Μπανιώτη, με τον οποίο ήταν μαζί στον πόλεμο στρατιώτες...
- Καλ’σπέρα, τι καν’ς Νικόλαινα μ’. Τι καν’ το(υ) παιδί; Ου Νικόλας ήρθι απ’ τα χουράφια;
- Καλώς την κυρά Κώστινα. Καλά ειν’ το(υ) παιδί κι ου Νικόλας ήρθι. Μέσα είν’ τώρα βγαιν’ έξω...
Πάνω στην ώρα βγήκε κι ο πατέρας μου έξω στην αυλή, που καλωσόρισε την κυρά Κώσταινα.
- Νικόλα μ’ έμαθα χτες πήγις στ’ Αγρίνιο(υ)... Τι νέα απ’ το(υ) Βραχώρ’... Μήπους είδις κανέναν από κείνους που είσασταν μαζί φαντάρ; Μήπους κάποιο(υ) νέο(υ) κι απ’ τον δικό μ’ το(υ)ν Τάκ’;
- Τα ίδια, όπως και την προηγούμενη φορά κυρά Κώσταινα. Ένας φίλος, που ήμασταν μαζί στον ίδιο λόχο, μου είπε πάλι πως τον είχε δει την τελευταία φορά στην Καλαμπάκα, μετά απ’ τις μάχες στα Φάρσαλα, στο Δομοκό και στο Σμόκοβο∙ καλά ήταν....
Μετά ο πατέρας μου τεχνηέντως άλλαξε συζήτηση∙ είπε για τα χωράφια και για τα δυο κατσικάκια που ήταν έτοιμα για τη Λαμπρή...
- Εσείς έχετε κάνα κατσικάκι για μεθαύριο, για το Πάσχα, που μας ήρθε πολύ νωρίς φέτος... Και κάνει πολύ κρύο» συνέχισε ο πατέρας μου.
- Ναι, πουλύ κρύου, ξιπαϊάσαμε, να, ιγώ πάου σε λίγου ν’ ανάψου τ’ φουτιά, μέσα στου τζάκ’ προυτουφανές τέτοιου πράμα, μιθαύριου νά’χουμε Ανάστασ’ κι να κάν’ τέτοιου ψουφόκρυου, πετάχτηκε η μάνα μου, η οποία ήδη κράταγε μια αγκαλιά προσανάμματα και πήγαινε μέσα στο σπίτι. Σε λίγο η μάνα μου βγήκε στην εξώπορτα και προσκάλεσε μέσα την κυρά Κώσταινα, η οποία όμως ήταν ανένδοτη.
- Όχι τώρα, μιαν άλλη φουρά, Ν’κόλαινα μ’, έχου μοναχά τους τα κουρίτσια κι ου νοικουκύρης μ’ πήγι πέρα κατά το(υ) μαγαζί αλλά όπου νάν’ θα γυρίσ’... πάντους χάρ’κα π’ σας είδα... Καλ’ νύχτα κι καλή ανάστασ’.
---------------ο--------------
Αυτό το βράδυ, της Μ. Πέμπτης, δεν πήγαμε στην εκκλησία∙ «Αργεί πουλύ απόψι, έχ’ τα δώδεκα ευαγγέλια, θα πάμι αύριου» είπε η μάνα μου και πρόσθεσε: «άντε, ιλάτε μέσα άναψα τ’ φουτιά, έβαλα κι δυο μιγάλα κ(ου)τσούρια»...
Όντως, σε λίγο ο πατέρας μου, η μανούλα μου κι εγώ μαζευτήκαμε γύρω απ’ το τζάκι. Καθίσαμε στα καρεκλάκια μας με ανασηκωμένα λίγο τα χέρια μας με τις παλάμες προς τη φωτιά. Η λάμπα πετρελαίου πάνω απ’ το τζάκι αναμμένη, με το φυτίλι χαμηλωμένο, φώτιζε αμυδρά τα πρόσωπά μας. Όπως πυρωνόμασταν και «ζεσταινόταν το κοκκαλάκι μας» ο πατέρας μου άρχισε τη δραματική ιστορία με τον Τάκη Μπανιώτη.
- Υπηρετούσαμε τη θητεία μας στον ίδιο λόχο και στη διάρκεια πολλών μαχών βρεθήκαμε πλάι-πλάι και χαμηλόφωνα πολλές φορές μου είχε πει «κρίμα να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, Έλληνες είναι κι αυτοί». Ειδικά λίγο μετά από κείνη την άγρια μάχη στο Δομοκό, που χειριζόταν το μυδράλιο, γύρισε και μού ’πε: «Δυστυχώς απόψε σκοτώθηκαν πολλοί κι από μας κι απ’ τους κομμουνιστές, αλλά δεν γινόταν αλλιώς, είμαστε υποχρεωμένοι να σκοτώνουμε για να μη μας σκοτώσουν αυτοί. Μακάρι να τελειώσει σύντομα αυτός ο πόλεμος και να πάμε σπίτια μας, περιμένουν οι μανάδες μας κι οι πατεράδες μας. Ανάθεμα σ’ αυτούς που μας βάζουν και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας∙ λες και δεν μας έφταναν οι φασίστες του Μουσουλίνι∙ λες και δεν μας έφταναν αυτά που τραβήξαμε απ’ τους ναζιστές του Χίτλερ. Βέβαια θα μου πεις και τους Ιταλούς και τους Γερμανούς μανάδες τους γέννησαν, αλλά δεν πήγαμε εμείς στην Ιταλία και στη Γερμανία, αυτοί ήρθαν εδώ απρόσκλητοι».
- Καλά, αλλά η φωτογραφία του Τάκη του Μπανιώτη πώς βρέθηκε στο(υ) γυλιό σ’, ρώτησε η μάνα μου.
- Περίμενε, μη βιάζεσαι, θα σας τα πω όλα με τη σειρά, είπε ο πατέρας μου και συνέχισε: «Λοιπόν, πρέπει να ήταν στις αρχές του Μάρτη του 1948 και επρόκειτο να πάρω ολιγοήμερη άδεια∙ ήρθε τότε ο Τάκης, μου έδειξε τη φωτογραφία του και μου είπε να τη δώσω στους δικούς του. Όμως την κράτησε για λίγο, γιατί ήθελε να γράψει αφιέρωση και θα μου την έδινε την άλλη μέρα. Εγώ την επόμενη έφυγα πρωί-πρωί για να προλάβω το τρένο, δυστυχώς χωρίς να πάρω τη φωτογραφία του Τάκη».
Η μάνα μου, ως συνήθως ανυπόμονη, ξαναδιέκοψε τον πατέρα μου: «Και πώς βρέθ ’κι η φωτογραφία σε σένα»...
- Μη βιάζεσαι, περίμενε... Εγώ πήγα Αθήνα. Από κεί με τον «καρβουνιάρη» στην Πάτρα και με πλοίο ήρθαμε στην Καλυδώνα. Από κει με το τρένο στο Αγρίνιο και μετά εδώ, Σπολάιτα. Πρώτα πήγα στους γονείς του Τάκη και τους είπα τα ευχάριστα∙ ότι ο Τάκης είναι πολύ καλά και στέλνει τους χαιρετισμούς του. Όπως θα θυμάσαι είχα έρθει εδώ και περάσαμε μαζί τις τρεις μέρες και τις άλλες δύο μέρες πήγα στους δικούς μου στα Σελιπιανά∙ από κει με πολλή ταλαιπωρία, απ’ τον Τύμπανο σε Μουζάκι, Καρδίτσα και τελικά Καλαμπάκα, έφτασα βράδυ κι έπεσα ακριβώς πάνω σε μάχη. Όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί συνεχώς τουφεκίδι. Κατά τα χαράματα, κάπου στο ενδιάμεσο, τριάντα, σαράντα μέτρα απ’ το δικό μας χαράκωμα, πήρε φωτιά μια αχυρένια καλύβα, που μέσα ήταν δεμένα δύο καταπληκτικά άλογα – ο Ψαρής κι ο Ντορής∙ κινδύνευαν να καούν ζωντανά. Τότε μου λέει ο Αντώνης ο Οικονόμου απ’ την Αργιθέα να πάμε ως εκεί να τα λευτερώσουμε. Συρθήκαμε με πολλή προσοχή και κόψαμε τις τριχιές, τα χαλινάρια τους. Γλίτωσαν τα καημένα, ευτυχώς...
- Πες μας τώρα κι για τουν Τάκ’ κι για τ’ φουτουγραφία τ’, ξαναδιέκοψε η μάνα μου...
- Δυστυχώς, συνέχισε ο πατέρας μου, μόλις ξημέρωσε για τα καλά και δεν ακούγονταν τουφεκιές με φώναξε ο λοχαγός και με άλλους τρεις μας είπε να προχωρήσουμε μέσα στο χαράκωμα και να δούμε για τραυματίες ή νεκρούς. Εκεί να ιδείς... να σε πιάνει το κλάμα. Ένας σκοτωμένος εδώ, ένας άλλος παραπέρα, άλλοι απίστομα, άλλοι ανάσκελα... Ο Θεός να δώκει να μην ξαναγίνει τέτοιος πόλεμος. Ό,τι χειρότερο στον επάνω κόσμο...
Κάπου εδώ ο πατέρας μου σταμάτησε για λίγο. Κόμπιασε κι έδειχνε πολύ στενοχωρημένος, λυπημένος...
- Αει, τώρα κι συ... πάνε αυτά πέρασαν, μη στινουχουριέσι, Νικόλα μ’, είπε η μάνα μου.
Ο πατέρας μου, φανερά συγκινημένος, συνέχισε την αφήγησή του:
- Γύρισα έναν απ’ τους απιστομισμένους και – δεν θα το ξεχάσω ποτέ - ήταν ο Τάκης∙ παγωμένος ήταν ο καημένος. Ξυλιασμένος... Λίγο μετά ο λοχαγός έδωσε εντολή και βγάλαμε απ’ τις τσέπες των σκοτωμένων όλα τα πράγματά τους. Εγώ έψαξα τις τσέπες του Τάκη, όπου βρήκα και τη φωτογραφία του... Παρακάλεσα το λοχαγό να μου δώσει τη φωτογραφία του νεκρού, στο πίσω μέρος της οποίας ήδη είχε γράψει αφιέρωση στους γονείς του και αν γίνεται, του είπα, να μου δώσει έστω δύο μέρες άδεια να τον συνοδεύσω στη Σπολάιτα, στην κηδεία του. Ο λοχαγός είπε να πάρω μόνο τη φωτογραφία, αλλά κανένας απ’ τους νεκρούς δεν θα σταλεί στο χωριό του. «Εντολή να μείνουν και να ταφούν εδώ» είχε πει. Έτσι κι έγινε∙ δώδεκα σκοτωμένους, τους φόρτωσαν σ’ ένα κάρο, λες κι ήταν σακιά από άχυρο -τι ντροπή- και τους πήραν. Μάθαμε ότι φώναξαν έναν παπά και τους έθαψαν σ’ έναν λάκκο εκεί κοντά. Το ίδιο έγινε και με τους άλλους, τους απέναντι∙ ήταν πάνω από είκοσι νεκροί. Εκείνους τους έθαψαν αλλού, χωρίς παπά...
- Ντρουπή – ξαναδιέκοψε η μάνα μου – ακούς εκεί τους έθαψαν δίχως ένας παπάς να τ’ς διαβάσ’ μίνια ευχή, το κάτι τι απόνα ευαγγέλιο∙ ουλ’ αυτοί οι ναζίδες π’ ξικίνησαν το(υ) πόλεμο να βγάλουν τ’ φάουσα!!!
- Καλά, καλά, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια – συνέχισε ο πατέρας μου, που θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή τους πενήντα πέντε νοματαίους που είχαν σκοτώσει στα Καλύβια οι ναζί και τους πήγαιναν, φορτωμένους σε κάρα, απ’ τον παλιό δρόμο του Τρικούπη προς τα Ανοίματα, στου Καρέλου, δίπλα στον Αχελώο∙ κάπου εκεί – λένε – τους έθαψαν.
- Ξεχνάς τους εκατόν είκοσι στην Αγία Τριάδα στ’ Αγρίνιο∙ ακόμα μια θηριωδία των ναζί ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή, σαν αύριο, πρόσθεσε ο πατέρας μου...
- Για αύριου να φκιάξου λίγου λαχανόψουμα κι ένα κραμποκούκ’ έτσ’ θα βγάλουμι τη μέρα, είπε η μάνα μου και πρόσθεσε: Σαν αύριου σταύρουσαν το(υ) Χριστούλη μας∙ ειν(ι) η μιγαλύτερ’ νηστεία. Κανουνικά δεν πρέπ’ να τρώμε τίπουτα! Ούλα είναι λυπητερά...
Τη Μ. Παρασκευή πολλά συνομήλικα παιδιά κι άλλα μεγαλύτερα, ανεβήκαμε στο καμπαναριό∙ ένας-ένας έπιανε το μεγάλο γλωσσίδι της καμπάνας και χτυπούσαμε αργά-αργά την καμπάνα, πένθιμα, λυπημένα. Αυτός ο πένθιμος ήχος συνόδευε το παιδικό μου παράπονο για το χαμένο στρατιώτη και τη φωτογραφία του, που δεν έφτασε ποτέ στους γονείς του και στις αδερφές του.
- Γιατί δάκρυσες ξαδερφούλη; με ρώτησε ο πρωτοξάδερφός μου ο Δημήτρης, όταν κατεβήκαμε απ’ το καμπαναριό κι επιστρέψαμε στα σπίτια μας.
- Απλώς είμαι λυπημένος, γιατί θυμήθηκα κάτι και γιατί σαν σήμερα σταύρωσαν τον Χριστό∙ και σαν σήμερα στην κεντρική πλατεία τ’ Αγρινίου οι ναζιστές κρέμασαν τρεις Έλληνες.
- Ναι, ξαδερφούλη, έχεις δίκιο, σήμερα όλος ο κόσμος είναι λυπημένος είπε το ξαδερφάκι μου και συνέχισε, για να αλλάξουμε κλίμα: Θα σου πω τώρα ένα καλό νέο για να χαρείς∙ αύριο έρχεται απ’ τα Σελιπιανά, απ’ την Αργιθέα, η γιαγιά μας η Μαριώ και θα μας φέρει πολλά καλούδια, προ παντός κουκόσιες...
Το βράδυ πήγαμε οικογενειακώς στην περιφορά του επιταφίου. Περάσαμε απ’ το πηγάδι του Χαραλαμπάκη, ανεβήκαμε στο Κόνισμα -πριν απ’ το Χοροστάσι- κι απ’ τον επάνω δρόμο φτάσαμε στο κέντρο του χωριού∙ από κει επιστρέψαμε απ’ τον κάτω δρόμο στο ναό απ’ τη νότια πόρτα, η οποία ήταν κλειστή...
- Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης, είπε ο παπάς.
- Και τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; ρώτησε με τη βραχνή ιδιόρρυθμη φωνή του, μέσα απ’ το ναό, ο μπάρμπα Γιάννης ο Μπούκος.
- Κύριος κραταιός και δυνατός, κύριος δυνατός εν πολέμω, απάντησε ο παπάς μας και σπρώχνοντας πολύ δυνατά την πόρτα την άνοιξε.
Την άλλη μέρα, πολύ αργά το βράδυ του Μ. Σαββάτου, στην Ανάσταση, πήγαμε παρέα όλοι μαζί∙ Τσιακαλέοι – Κατσινουλέοι – Πεταρουδέοι – Μαργαριταρέοι. Ήμασταν μεγάλη γειτονιά τότε. Πάνω από σαράντα άτομα -μικροί, μεγάλοι- κι ο καθένας κράταγε τη δική του λαμπάδα.
Ο νέος παπάς του χωριού μας, ο παπά Γιάννης Διδασκάλου -είχε νυμφευτεί τη μία από τις δύο αδερφές του Τάκη Μπανιώτη- έβγαλε την Ανάσταση έξω στην αυλή του ναού. Όταν είπε το «Χριστός Ανέστη» σείστηκε όλη η Σπολάιτα απ’ τα «τρίγκωνα» και τις «σκάστρες». Κυρίως φωτίστηκε ο τόπος απ’ τα χαλκούνια, που άναβε ο Χρήστος Γιωτόπουλος, ο πατέρας του συμμαθητή μου Νίκου...
Μετά την Ανάσταση γυρίσαμε στο σπίτι και φάγαμε τη μαγειρίτσα... Τότε ήταν που απευθύνθηκα στον πατέρα μου και τον παρακάλεσα να μου δώσει εμένα τη φωτογραφία «αφού έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να τη δώσει στους γονείς» για να μην τους στενοχωρήσει.
- Πράγματι, στους γονείς του δεν πρόκειται να τη δώσω, γιατί θα πρέπει να τους πω και την αλήθεια, που δυστυχώς είναι πολύ πικρή. Αλλά τώρα εσύ είσαι μικρός∙ όταν μεγαλώσεις και γίνεις καλός άνθρωπος θα σου τη δώσω, για να ’χεις να θυμάσαι τι τράβηξε τούτος ο τόπος και πόσοι πήγαν αδικοχαμένοι...
-----------------ο-----------------
Εξήντα χρόνια αργότερα...
Τα χρόνια περνούν γρήγορα. Η ζωή κυλάει ακόμα γρηγορότερα... Βρισκόμαστε στα 2016∙ σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε και -επί τέλους- αποφάσισα να βάλω μια τάξη στο ιερό αρχείο του πατέρα μου! Παλιά ξεθωριασμένα γράμματα, φωτογραφίες μαζί με άλλους στρατιώτες, ιδιωτικά συμφωνητικά, μια φωτογραφία εύζωνας ο πατέρας μου στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, άλλη μία φωτογραφία με τον αδερφοποιτό του Χρυσόστομο Ντρούβα, με τον οποίο τον συνέδεε αδερφική φιλία για πολλά χρόνια και μετά το στρατό... Ακόμα κι ένας φάκελος κλειστός με την ένδειξη: «Να τον ανοίξετε μετά τον θάνατό μου». Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του πατέρα μου, ο οποίος δυστυχώς «έφυγε για πάντα» σχετικά νωρίς, το 1984 στα εξήντα οκτώ του... Ανοίγω τον κλειστό φάκελο και μέσα ήταν η φωτογραφία του Τάκη Μπανιώτη. Στο πίσω μέρος η αφιέρωση:
Προς τους σεβαστούς μου γονείς – Ενθύμιον Στρατού. Καλαμπάκα 5/3/48. Στρατιώτης Δ.Κ. Μπανιώτης.
Ήταν η φωτογραφία που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της.
------------------ο-----------------
Υ.Γ.: Σήμερα, 8 Οκτωβρίου 2016, τηλεφώνησα στον Κώστα Διδασκάλου, -ανιψιό από αδερφή του Τάκη Μπανιώτη- και εν συντομία του εξιστόρησα τα του θείου του, τον οποίο δυστυχώς δεν γνώρισε ποτέ, αφού γεννήθηκε λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
- Έχω φωτογραφία του θείου σου, του Τάκη Μπανιώτη∙ τότε που ήταν στρατιώτης μαζί με τον πατέρα μου, στη διάρκεια του εμφυλίου...
- Με συγκινείς... μ’ ενδιαφέρει πολύ... τη θέλω... Πού, πώς τη βρήκες αυτή τη φωτογραφία; Έχω και τον επίλογο στη δραματική αυτή ιστορία...
- Ακούγεται ενδιαφέρον, για λέγε...
- Ο θείος μου ο Τάκης είχε έρθει με άδεια στη Σπολάιτα για τελευταία φορά το Φεβρουάριο του 1948. Τότε ο χωριανός μας ο Κώστας Νταλάκος του ζήτησε να βαφτίσει τον μικρό του γιο και να του δώσει το όνομα του παππού του. Ο θείος μου δέχτηκε, αλλά τον παρακάλεσε να δώσει στο αβάφτιστο παιδάκι το όνομα Δημήτρης, δηλαδή το δικό του όνομα. «Επειδή -είπε- έχω ένα κακό προαίσθημα, πως δεν θα ξαναγυρίσω∙ ας υπάρχει το όνομά μου εδώ πίσω να με θυμάστε!».
Αύριο, το πολύ μεθαύριο, θα πάω να βγάλω δύο ακριβή αντίγραφα της φωτογραφίας του στρατιώτη Δ.Κ. Μπανιώτη∙ το πρωτότυπο θα το δώσω, με πρώτη ευκαιρία, στον ανιψιό του τον Κώστα Διδασκάλου. Απ’ τα δύο αντίγραφα το ένα θα δώσω στον αναδεχτό του και συμμαθητή μου, σε Δημοτικό και Γυμνάσιο Δημήτρη Νταλάκο και το άλλο θα κρατήσω εγώ έτσι για να θυμόμαστε όλοι «τι τράβηξε τούτος ο τόπος» και να ευχόμαστε: Ποτέ ξανά πόλεμος…
-------------------ο------------------
Σύντομο βιογραφικό. Ο Κωστής Τσιάκαλος γεννήθηκε στην Σπολάιτα Αγρινίου. Η καταγωγή των γονιών του είναι από την Αργιθέα Αγράφων-εκείθεν από το Σούλι.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε ως δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της καθημερινής οικονομικής εφημερίδας ΕΞΠΡΕΣ επί 32 συνεχή χρόνια.
Υπήρξε διευθυντής τύπου της ΓΣΕΒΕΕ (1977-1983), Προϊστάμενος του γραφείου τύπου του ΕΟΜΜΕΧ (1984-2007).
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ από το 1978, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Συνταχτών και της διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. (IFJ).
Έχει εκλεγεί δέκα φορές στο Μικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ και δυο φορές αντιπρόσωπος στην ΠΟΕΣΥ. Στις εκλογές της ΕΣΗΕΑ το 1999 έλαβε παμψηφία.
Έχει διδάξει σε σεμινάρια δημοσιογραφίας που αφορούσαν σε μεταπτυχιακές σπουδές. Επίσης έχει κάνει εισηγήσεις και έχει προεδρεύσει σε συνέδρια δήμων, επιχειρήσεων, οργανώσεων, οργανισμών.
Έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις για το λογοτεχνικό του έργο. Το 2014 τιμήθηκε με το Ρωσικό βραβείο ποίησης από την Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα. Πρόσφατα τιμήθηκε με το «Α» βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Πολιτισμού καθώς και με το χρυσό βραβείο «Ρήγας Φεραίος».
Α.Κ.Κ.