Παρουσιάστηκε στο Μπαμπαλιό το βιβλίο «Μαρτυρίες και Διηγήσεις»

 

Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας

Σε ένα μοναδικής ομορφιάς τοπίο, στον λόφο που στην κορυφή του είναι χτισμένη η παλιά αλλά πρόσφατα ανακαινισμένη εκκλησία της Παναγίας, στο Μπαμπαλιό του Δήμου Αμφιλοχίας, έγινε το μεσημέρι της Δευτέρας 24 Ιουνίου η παρουσίαση ενός εξαιρετικού ιστορικού βιβλίου στηριγμένο στα γραπτά κείμενα του Πόντιου πρόσφυγα Ιερέα Θεόδωρου Χαρ. Θεοδωρίδη.

Οι απόγονοι του ηρωικού Παπα-Θόδωρου προχώρησαν στην έκδοση των μαρτυριών του που είχε καταγράψει σε δυο πολυσέλιδα τετράδια μέχρι τα βαθιά γεράματά του το 1978. Τα όποια έσοδα από την πώληση του βιβλίου θα διατεθούν στον Ναό της Παναγίας όπου υπηρέτησε για πολλά χρόνια μετά τον ξεριζωμό από τις Αλησμόνητες Πατρίδες.

Το βιβλίο στηρίζεται στα απομνημονεύματα του Πρεσβύτερου που τα επιμελήθηκαν η εγγονή του κυρία Σοφία Θεοδωρίδου-Βαρδουλάκη, η κυρία Άννα Ψάρρη-Σιαδήμα και ο κύριος Ιωάννης Βαρδουλάκης.

Την εκδήλωση της παρουσίασης συντόνισε και προλόγισε η κυρία Σοφία Θεοδωρίδου-Βαρδουλάκη. Καλωσόρισε όλους τους καλεσμένους οι οποίοι στο σύνολό τους είχαν γνωρίσει τον αείμνηστο Παπα-Θόδωρο στην παιδική και εφηβική τους ηλικία.

Μεταξύ αυτών ήταν και ο Δήμαρχος Αμφιλοχίας κύριος Αθανάσιος Τορουνίδης ο οποίος στον χαιρετισμό που απηύθυνε είπε τα παρακάτω λόγια:

«Καλημέρα σε όλους, ευχαριστώ για την πρόσκληση. Είναι χαρά μου να βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας στην παρουσίαση του βιβλίου «Μαρτυρίες και Διηγήσεις» του Θεόδωρου Θεοδωρίδη. Του πατέρα Θεόδωρου, όπως τον γνωρίζαμε αρκετοί από εμάς εδώ στο Μπαμπαλιό.

Είναι μια σημαντική στιγμή για το χωριό μας γιατί μέσα σε αυτό το βιβλίο αποτυπώνεται η ζωή μιας εξαίσιας προσωπικότητας του τόπου μας.

Είχα την τύχη και την τιμή να γνωρίσω τον πάτερ Θεόδωρο στα παιδικά μου χρόνια. Τον θυμάμαι σαν παπαδοπαίδι που ήμουν στην εκκλησία του χωριού μας, όπου λειτουργούσε κάθε Κυριακή. Τον θυμάμαι…

Οι μαρτυρίες και τα στιγμιότυπα της ζωής του έχουν έναν παραδειγματικό ρόλο. Συμβολίζουν την περηφάνεια και τη δύναμη του Πόντου. Την αλήθεια της Γενοκτονίας και των ξεριζωμένων προγόνων μας που έπεσαν θύματα της χειρότερης κτηνωδίας που μπορεί να βάλει ανθρώπου νους.

Αλλά και τη δύναμη ψυχής του Ποντιακού Ελληνισμού που έμαθε να μην το βάζει ποτέ κάτω.

Όπως ο πάτερ Θεόδωρος που έχασε 6 από τα παιδιά του. Κι ερχόμενος εδώ στο Μπαμπαλιό με το ένα παιδί του, γέννησε ένα ακόμη γιό τον οποίο βάφτισε Νεόφυτο.

Μέσα από τις αφηγήσεις του δίνεται ένα φωτεινό παράδειγμα. Για τις αξίες και αρετές που οφείλουμε να κουβαλάμε και να μεταδίδουμε μέσα από τις πράξεις μας.

Και μέσα από τον Θρησκευτικό του βίο, βλέπεις κάθε του βήμα να τιμά το δίκιο και το σωστό.

Έδειξε την αγάπη του για τον συνάνθρωπο, και τη ασίγαστη δύναμη ψυχής των Ποντίων, τη συλλογική μας δύναμη.

Γιατί μέσα από τις αφηγήσεις και τα κομμάτια της συγγραφής αποτυπώνεται η ιστορία του Πόντου, η ιστορία του ξεριζωμού και η ιστορία του χωριού μας. Του Μπαμπαλιού, όπου όλοι μαζί εδώ συγκεντρώνουμε όλες τις μνήμες, την ιστορία και τις παραδόσεις μας».

Ο κύριος Τορουνίδης στην συνέχεια αναφέρθηκε σε σημαντικά γεγονότα που κυριολεκτικά χαράχτηκαν στο «πετσί» του Παπα-Θόδωρου με σημαντικότερο το γεγονός της μαστίγωσής του, με όχι όπως του Απόστολου Παύλου «τεσσαράκοντα παρά μία» βουρδουλιές, αλλά με πάνω από εκατό που υπέστη από τους αιμοσταγείς διώκτες του Ελληνισμού.

Και έκλεισε την ομιλία του με τα λόγια:

«Κλείνοντας θα σταθώ στη σημασία αυτής της έκδοσης και της εξαιρετικής δουλειάς που έχουν κάνει η Σοφία Θεοδωρίδου-Βαρδουλάκη κα η Άννα Ψάρρη-Σιαδήμα.

Σας ευχαριστούμε που φέρατε στο φως τις σημαντικές μαρτυρίες και τα βιώματα του Πατέρα Θεόδωρου».    

Η παρουσιάστρια του βιβλίου φιλόλογος κυρία Άννα Ψάρρη-Σιαδήμα μίλησε για την μορφή του Παπά-Θόδωρου και την ηρωική του πορεία στα ματωμένα χώματα του Πόντου και της Μικράς Ασίας και για το δημιουργικό του έργο στον τόπο που εγκαταστάθηκε τελικά στο Μπαμπαλιό Βάλτου.  (επιλεγμένα τμήματα της ομιλίας της φιλολόγου κυρίας Ψάρρη ακολουθούν στο τέλος του κειμένου).  

Ενδιάμεσα της εισήγησης της κυρίας Ψάρρη, η κυρία Τασούλα Γεωργιάδου διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο που συγκίνησαν πολύ την ίδια αλλά και το ακροατήριο μέσα και έξω από την εκκλησία.

Αποσπάσματα διάβασε και ο κ. Θοδωρής Θεοδωρίδης, ενώ με την λύρα του έπαιξε μουσικά κομμάτια. 

Ο τρισέγγονος του Παπά-Θόδωρου Ιωάννης Ε. Βαρδουλάκης διάβασε ποίημα από το βιβλίο και χειροκροτήθηκε από όλους!

 

Ο Πρεσβύτερος Παπά-Θόδωρος συνέβαλε στην πρόοδο του χωριού και υπάρχουν πολλά στοιχεία γι’ αυτό. Πέρα από τα τετράδιά του, οι αφηγήσεις πολλών Μπαμπαλιωτών πληροφορούν τους νεότερους για το δημιουργικό του έργο. 





Η κυρία Τασούλα Γεωργιάδου που διάβασε τα αποσπάσματα του βιβλίου από το αριστερό αναλόγιο, μου διηγήθηκε ότι σαν μικρό κορίτσι έψαλε με την προτροπή του Παπά-Θόδωρου από αυτό το αναλόγιο. Την ίδια εποχή (ακόμα και τώρα), δεν έχουμε τέτοια παραδείγματα στην περιοχή μας. Αυτό και μόνο αποδεικνύει πόσο «προχωρημένος» της εποχής του ήταν ο Παπά-Θόδωρος πάνω στο θέμα της ισότητας των φύλλων, στην κοινωνία αλλά και στην Θρησκεία. 



Στην Ωραία Πύλη του Ναού τοποθετήθηκαν λίγα από τα κειμήλια του Πρεσβύτερου όπως το Πετραχήλι του, η ταυτότητά του και το πρωτότυπο πιστοποιητικό της Χειροτονίας του σε Διάκονο και Πρεσβύτερο το μακρινό 1913. 

Το αυθεντικό αυτό ντοκουμέντο γράφτηκε σε Αραβική γραφή-ακόμα η Τουρκία ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία-αλλά φέρει την σφραγίδα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας και Κερασούντος, με Ελληνικά γράμματα. Σε άλλο κάδρο (που τοποθετήθηκε λόγω στενότητας χώρου σε άλλη θέση έξω από τον Ναό-όπου διαβαζόταν και καλύτερα στο φως της ημέρας), μπορούσε κανείς να δει την επίσημη μετάφραση στα Ελληνικά, που έγινε από τον Μητροπολίτη Αργυρουπόλεως Λαυρέντιο στην  Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν ως Συνοδικός στο Πατριαρχείο.  Σημ. 1η


Η παρουσίαση του βιβλίου έκλεισε με θερμό χειροκρότημα για όλους τους συντελεστές. Ο Μπαμπαλιώτης Δήμαρχος Αμφιλοχίας και όλοι οι καλεσμένοι στην συγκινητική αυτή εκδήλωση συνεχάρησαν τις κυρίες Άννα Ψάρρη-Σιαδήμα, Σοφία Θεοδωρίδου-Βαρδουλάκη και Τασούλα Γεωργιάδου για την άψογη εκδήλωση και τις ομιλίες τους για τον Πρεσβύτερο Παπά-Θόδωρο.





Να σημειωθεί ότι κατά την παρουσίαση προβαλλόταν σε μεγάλη οθόνη η μαρτυρική πορεία των προσφύγων και άλλες εικόνες.

Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και ο Πάτερ Νεκτάριος, που είναι εφημέριος στο Καστράκι, αλλά εξυπηρετεί κάποιες Κυριακές και Αργίες και την ενορία του Μπαμπαλιού.

Έξω από τον Ιερό Ναό περίμεναν τους καλεσμένους κρύα νερά  και  πλούσιος σε Ποντιακά εδέσματα  μπουφές που επιμελώς είχαν ετοιμάσει εθελόντριες κυρίες. 

Σημαντική ήταν η βοήθεια των λίγων κατοίκων που παραμένουν στο χωριό καθώς και του Προέδρου της Τ.Κ. κυρίου Αναστασίου Αποστολάκη που μετέφερε λίγο πριν την έναρξη της εκδήλωσης 30 καρέκλες έξτρα, μια και οι υπάρχουσες στον χώρο δεν επαρκούσαν για όλους.

Όλοι ευχόμαστε το βιβλίο για τον Παππούλη να είναι καλοτάξιδο, να εμπλουτίσει τις Δημοτικές και Δημόσιες βιβλιοθήκες και να γίνει το απαραίτητο βοήθημα για κάθε μελετητή της Ιστορίας της Μικρασιατικής καταστροφής. Ακόμα ευχόμαστε να διαβαστεί από κάθε άνθρωπο που δεν τα βρήκε όλα ρόδινα στην ζωή του. Μέσα από αυτό το βιβλίο θα πάρει δύναμη και κουράγιο όταν διαβάσει τι υπέφερε ο Παπά-Θόδωρος και όλοι οι κατατρεγμένοι Έλληνες της Μικράς Ασίας.  

Σημ. 1η Το 1767 η Αρχιεπισκοπή Χαλδίας προάγεται σε Μητρόπολη με έδρα την Αργυρούπολη.Η Ιερά Μητρόπολη Χαλδίας, Χερροιάνων και Κερασούντος ήταν μέχρι το 1923 μια από τις σπουδαιότερες και πλουσιότερες Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περιοχή του Πόντου.

 

 -----------------ο-----------------

Ακολουθεί ο χαιρετισμός της κυρίας Σοφίας Θεοδωρίδου-Βαρδουλάκη στην παρουσίαση του βιβλίου:

«Αιδεσιμότατε,  κ. Δήμαρχε αγαπητοί συγχωριανοί, φίλες και φίλοι, σας ευχαριστούμε θερμά  που είστε σήμερα μαζί  μας .

Η παρουσίαση του βιβλίου  «Μαρτυρίες και διηγήσεις» του Ιερέως παππού μας Θεοδώρου Χαρ. Θεοδωρίδη από την Κεπέκκλησια του Πόντου, σήμερα  αποτελεί μνημόσυνο στον ίδιο και στα χιλιάδες θύματα του ποντιακού Ελληνισμού.

Το βαθύ μας συναίσθημα μας οδήγησε να γίνει η παρουσίασή του εδώ στον τόπο του, στο χωριό του, στους ανθρώπους του, στην εκκλησία που πρωτοστάτησε για την ανέγερσή της , που υπηρέτησε και λειτούργησε για 48 χρόνια μετά τον ξεριζωμό.  θεωρήσαμε ως εκ τούτου ότι είναι ο φυσικός του χώρος.

Φαίνεται από τα χειρόγραφά του ότι προσπάθησε με αλληλογραφία και επικοινωνία  με ότι κέντρα ιστορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού είχαν δημιουργηθεί τότε, να συγκεντρώνει  και να παρέχει διάφορα στοιχεία  για την διάσωση του Ποντιακού πολιτισμού. Είχε αλληλογραφία με το κέντρο Μικρασιατικών σπουδών και δη με τον Οκτάβιο  και την Μέλπω Μερλιέ.  Επίσης ήταν συνδρομητής  και παρείχε στοιχεία στην Ποντιακή Εστία που εκδιδόταν στην Θεσσαλονίκη.

Γι αυτό μελετώντας τα χειρόγραφά  που άφησε και συνειδητοποιώντας το πόσο χρήσιμα είναι για την διδασκαλία της μελλούσης γενεάς, όπως ο ίδιος γράφει, αποφασίσαμε και με την προτροπή της φιλολόγου  φίλης μας κυρίας Άννας Ψάρρη, στην οποίαν οφείλουμε  ευγνωμοσύνη για την ακάματη προσπάθεια και την υπομονή της, να τα εκδώσουμε σε βιβλίο και να  δημοσιοποιηθούν ώστε να είναι  προσβάσιμα   στους απογόνους του  και σε όσους ενδιαφέρονται για την πολύπαθη ζωή των Ελλήνων του Πόντου και συγκεκριμένα αυτών που κατάγονται από την Κεπέκκλησια και τα περίχωρά της. Είμαι πολύ συγκινημένη που το καταφέραμε .

Ο αναγνώστης  μέσα από την περιγραφή  της ζωής του παππού μας και των Ποντίων μαρτύρων θα αντιληφθεί την ακραία δοκιμασία  ανθρώπων που αν και κινδύνεψε η ζωή τους, χάθηκαν συγγενείς τους  αρπάχθηκαν οι περιουσίες τους και εκδιώχθηκαν βιαίως  από τις πατρογονικές εστίες τους, οι ίδιοι κατάφεραν τελικά να επιβιώσουν και να προκόψουν.

Όμως παρά ταύτα κουβαλούν πόνο και  αγανάκτηση για την μη δικαίωση. Επίσης  ο αναγνώστης Ποντιακής καταγωγής  θα θυμηθεί διηγήσεις και ιστορίες  από τους οικείους του, θα αναζητήσει  τα αίτια, θα κατανοήσει καλύτερα την ιστορία των προγόνων  του  και θα παλέψει για να μην υπάρξει λήθη αλλά δικαίωση.

Θέλω να  σας   απαγγείλω ένα άσμα από αυτά που υπάρχουν στα χειρόγραφά του, λέγεται   Άσμα  ανατολής.

Ἆσμα Ἀνατολῆς

1. Τοῦ ἡλίου μητέρα

της δόξης πατρίδα.

Ἑστία Θρησκείας

τοῦ κόσμου κοιτίδα

Ἀνατολή (δίς)

 

2. Μουσῶν κατοικία,                                                                                                                τοῦ ἔρωτος χώρα

τό Θεῖον σου χῶμα,                                                                                                                    ἀκόμα καί τώρα.

Μυροβολεῖ. (δίς)

 

3. Σ᾽ ἐρείπια μαῦρα,

ἄν σ᾽ ἄφηκαν θαμένη

καί σ᾽ ἔχουν ξεχάσει

δικοί σου καί ξένοι.

«Δίχως καρδιά». (δίς)

 

4. Πετοῦν ἀπ᾽ τή στάχτη σου,

σπίθες κρυμμένες.

Γλυκές σου ἐλπίδες,

ἐδῶ μαζευμένες.

Λίγα παιδιά (δίς)

 

Ναί! πολλά παιδιά.

Τελειώνοντας διαβάζω μια παράγραφο από έγγραφο της Μέλπω Μερλιέ από το αρχείο Μικρασιατικής λαογραφίας   1948 που βρήκαμε στα χειρόγραφα και θα παρακαλούσα την ιδιαίτερη προσοχή σας.

«Ονειρεύομαι καμιά φορά πως οι νέοι θα διαβάσουν τα βιβλία μας, οι γυναίκες θα δακρύζουν ακούγοντας τα κι οι άντρες θα κτίζουν καινούρια χωριά, όπου τα παλιά ονόματα που θα έχουν σώσει τα βιβλία μας θα μπερδεύονται με τα καινούρια κι έτσι θα δένεται  η παλιά με την καινούρια ζωή.

Η Ρωμανία κι αν επέρασε  ανθεί και φέρει κι άλλο».

----------------------o--------------------

Πρόλογος του βιβλίου της κυρίας Σοφίας Θεοδωρίδου-Βαρδουλάκη:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ανήκω στη 2η γενιά προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής 1919-1923 και δει των προσφύγων της Κεπέκκλησιας της Τριπόλεως  του Πόντου.

Μεγαλώσαμε τα αδέλφια μου, τα ξαδέλφια μου και εγώ με ακούσματα για την προσφυγιά, από τον παππού  μας ιερέα Θεόδωρο Χ. Θεοδωρίδη, τα οποία χαράχθηκαν στην παιδική μας ψυχή σαν παραμύθια  και ανδραγαθήματα του βασανισμένου μας παππού στην εξορία.

Μεγαλώνοντας  και συνειδητοποιώντας  το μέγεθος  της καταστροφής  που υπέστησαν  και πόσο ιστορικά  είναι χρήσιμα τα χειρόγραφα απομνημονεύματα που άφησε, στα μάτια μας φαντάζει  ήρωας, όπως ήρωες ήταν και όλοι αυτοί που υπέφεραν τα πάνδεινα στην εξορία στις εκτοπίσεις και όπου αλλού  βρέθηκαν μετά την καταστροφή.

Θεώρησα καλό να καταγραφούν σε ένα βιβλίο και να δημοσιοποιηθούν τα καταγεγραμμένα από τον ίδιο γεγονότα της ζωής του, χωρίς καμιά από εμάς παρέμβαση. Αναφέρονται στο μικρό αυτό βιβλίο τα βάσανα οι δοκιμασίες και τα μαρτύρια στο Πόντο.

Σίγουρα έχουν εκδοθεί αρκετά βιβλία με μαρτυρίες και διηγήσεις από ανθρώπους που έζησαν αυτή την τραγική καταστροφή.

Επιθυμία του παππού μας ήταν τα γραφόμενά του να κατατεθούν στο κέντρο μικρασιατικών σπουδών όπως και κάναμε .

Θεώρησα  όμως  ότι είναι ιερή μας υποχρέωση, οικογενειακό και πατριωτικό  καθήκον, να μείνουν συγκεντρωμένα  σε ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί τόσο από τους απογόνους του, όσο και από νέους , γιατί είναι ένα κομμάτι από την ιστορία της πολύπαθης Ρωμιοσύνης, των Ελλήνων του Πόντου και συγκεκριμένα της Κεπέκκλησιας και των περιχώρων της.

Ο παππούς μου μόλις κατάφερε, μετά  την εγκατάσταση στο Μπαμπαλιό[1], να λύσει όσο γινόταν τα στοιχειώδη προβλήματα επιβίωσης που είχε, προσπάθησε με αλληλογραφία και επικοινωνία με ότι  κέντρα ιστορίας του Μικρασιατικού πολιτισμού  υπήρχαν τότε, να συγκεντρώνει και να παρέχει διάφορα στοιχεία για την Μικρασιατική καταστροφή. Αυτό προκύπτει από την αλληλογραφία που είχε με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και δει με την Μέλπω Μερλιέ (επιστολή Μέλπως Μερλιέ 17-07- 1968).

Η νοσταλγία για την γενέτειρα πατρίδα του, του έδωσε την δύναμη και το κουράγιο να καταγράψει για την χαμένη Κεπέκκλησια  και τα περίχωρα της όσα είδε και έζησε καθ’ όλη την περιπέτεια του.

Όπως ο ίδιος αναφέρει, «θα είναι σφάλμα περιφρόνησης και πατριωτική παράλειψη για ένα λαό προοδευτικό  να μην γραφεί κάτι για την ξακουστή περιφέρεια της Κεπέκκλησιας». Η εκδοση αυτού του βιβλίου εξυπηρετεί αυτό το σκοπό.

Οι περισσότεροι κάτοικοι του Μπαμπαλιού  είχαν καταγωγή απ’ τα εξής χωριά: Κεπέκκλησα, Αρμενοχώρι, Ρακάν, Λιβάδια, Κοζ-Πικι, Παλχάν, Πελετζούκ, Γαρακίνιν, Μοναστήρ, Σιανπανάντων, Λεμλετίνο. Στο βιβλίο υπάρχουν περιγραφές των χωριών  αυτών, καταγραφή οικογενειών, δασκάλων, παπάδων, σχολείων και εκκλησιών.

Η τραγωδία σημάδεψε τους ανθρώπους αυτούς με το σκληρότερο τρόπο. Δεν υπήρχε  οικογένεια χωρίς απώλειες. Για παράδειγμα, η απώλεια έξι τέκνων του παππού μου κατά τις εκτοπίσεις και επιπλέον η απώλεια των υπόλοιπων συγγενικών προσώπων της ευρύτερης οικογένειας, αποκαλύπτουν το μέγεθος του ψυχικού πόνου αλλά συγχρόνως μαρτυρούν την αδιαπραγμάτευτη θέληση να τα καταφέρουν καθώς και το δημιουργικό τους πείσμα να προκόψουν.

Τελειώνοντας θέλω να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες μου στην φιλόλογο κα. Άννα Ψάρρη, που επιμελήθηκε τα κείμενα και την έκδοση του Βιβλίου, ( διατηρήθηκε το πολυτονικό σύστημα, η καθαρεύουσα γραφή, η ορθογραφία της υποτακτικής έγκλισης), τον σύζυγό μου Γιάννη Βαρδουλάκη για τη ψηφιακή αποτύπωση  του κειμένου στο πολυτονικό  σύστημα, τον γιό μου Ευτύχιο Βαρδουλάκη για την εν γένει ψηφιακή επιμέλεια του φωτογραφικού υλικού και των κειμένων, τα αδέλφια μου, για την  συμμετοχή στη δαπάνη της έκδοσης.

Το βιβλίο αυτό είναι έργο ψυχής όλων μας και αποτελεί ένα φόρο τιμής και μνημόσυνο στα 353.000 θύματα της γενοκτονίας του Πόντου.

-------------------ο-----------------

Ακολουθούν αποσπάσματα της ομιλίας της φιλολόγου κυρίας Άννας Ψάρρη-Σιαδήμα:

Διαβάζοντας κανείς  τα δύο τετράδια του Παπά Θεόδωρου Θεοδωρίδη δεν μπορεί παρά να σκεφτεί  πόσο δυσβάστακτο  φορτίο μνήμης  κουβάλαγε ο άνθρωπος αυτός.  Ευτυχώς από πολύ νωρίς ένιωσε την ανάγκη  να το καταγράψει  και ήλπιζε να έλθει κάποτε στο φως  αυτό το φορτίο γιατί πίστευε ότι η μνήμη νοηματοδοτεί  τη ζωή, εφόσον νόημα ζωής έχουν και οι πόνοι και τα δάκρυα της φυλής μας.

Είχε βαθιά συνειδητοποιήσει ότι  «όσοι έχουν πνοή ζωής μέσα τους  οφείλουν να θυμούνται , για  να στοχάζονται πάνω στα ανθρώπινα  και να εξελίσσονται πνευματικά και ηθικά».

Τα τετράδια φέρουν την υπογραφή του και το καταληκτικό  έτος της εργασίας αυτής το  1978 . Ήταν πια 88 ετών.

 Ο παπάς Θόδωρος γεννήθηκε το 1890 στα Λειβάδια  Κεπέκκλησιας του Πόντου  (ένα από τα 23 Ελληνικά χωριάτης ευρύτερης περιοχής της Τριπόλεως). Τότε δεν υπήρχε ποντιακό χωριό χωρίς δικό του Σχολείο και εκκλησιά . Για την ακρίβεια εκκλησιές. Κι αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική και ηθική ανάπλαση , των Ελληνοποντίων, στην ανάπτυξη της Ελληνικής τους συνείδησης .

Τα πρώτα γράμματα, όπως ο ίδιος αναφέρει, τα έμαθε στο χωριό του  και είναι φανερό πως τα έπαιρνε τα γράμματα,  όπως λέμε. Εντυπωσιάζει  το πόσο υπέροχος καλλιγράφος ήταν.  Από τις πρώτες αράδες των χειρογράφων  γίνεται αντιληπτό ότι κατείχε άριστα την απλή καθαρεύουσα, γνώριζε πολύ καλά γραμματική, αφού χρησιμοποιούσε την υποτακτική έγκλιση, την αύξηση στα ρήματα, την γ΄ κλίση των ουσιαστικών, κανόνες τονισμού  και ευρέως τις αναφορικές αντωνυμίες  όστις άτινα  άπερ . Όλα τα παραπάνω κρατήθηκαν στην έκδοση του βιβλίου (με το πολυτονικό) όπου ενσωματώθηκαν  και τα χειρόγραφά του. Βεβαίως πρέπει να τονίσουμε ότι η συμβολή των πατερικών κειμένων της Εκκλησίας ήταν μεγάλη στην άριστη  γνώση της Ελληνικής.

Τα γραφόμενά του έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα· γι’ αυτό αφηγείται σε α΄ πρόσωπο και, είναι αλήθεια, πως είναι ένας συναρπαστικός ανατολίτης αφηγητής. Είναι φανερό πως έχει άμεση εμπειρία του χώρου και των ανθρώπων  και με τον λιτό του λόγο, συγκρατημένα αποφεύγοντας  τους σχολιασμούς, επικεντρώνεται στα γεγονότα που επηρέασαν τη ζωή του, τα παραθέτει γραμμικά, με χρονολογική σειρά. Έτσι τα γραφόμενά του έχουν ωραίο ρυθμό και εκφραστική γοητεία, ιδίως, όταν στους διαλόγους εμπλέκει την τουρκική γλώσσα, που ο ίδιος μεταφράζει.

Κι αν μερικά γεγονότα είναι πολύ τραγικά και στενόχωρα, κι αν βιώνει απώλειες, αποφεύγει τους μελοδραματισμούς·  όλα είναι συγκρατημένα· κι αυτό δηλώνει ένα άνθρωπο συνετό, ανθεκτικό, υπομονετικό και ταπεινό.

Θα παρουσιάσουμε πρώτα εν ολίγοις το 2ο τετράδιο που περιλαμβάνεται στο β΄ μέρος του βιβλίου. Εκεί αναφέρεται  στο αγαπημένο του χωριό Κεπέκκλησια αλλά και στα γύρω χωριά. Μας παρουσιάζει την καθημερινή ζωή των κατοίκων, τις ασχολίες τους, τα προϊόντα που παρήγαγε η περιοχή, τα ήθη, τα έθιμα, την αρχιτεκτονική των σπιτιών τους, τις εκκλησίες τους, τα ξωκλήσια, τα πανηγύρια, τα παρχάρια (εξοχικά) αλλά και τα ονόματα ιερέων και δασκάλων πριν απ’ αυτόν, αξέχαστες μορφές συμπατριωτών του που δηλώνουν την πολιτιστική ταυτότητα του Πόντου στον καιρό της ειρήνης και την ομαλή συμβίωση με τους Τούρκους . Έχει συγκεντρώσει ονόματα οικογενειών που ζούσαν στην Κεπέκκλησια και στα γύρω χωριά, τα ονόματα των εξορισθέντων και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η μνήμη του που την τρέφει η ανείπωτη νοσταλγία. Μέχρι και τα τραγούδια συγκέντρωσε που γράφτηκαν για τα χωριά αυτά μετά την καταστροφή. Για τους τόπους που τους λέμε χαμένες  πατρίδες.  Ο Παπαθόδωρος με τα χειρόγραφά του αποδεικνύει ότι οι χαμένες πατρίδες δεν είναι χαμένες. Γιατί πατρίδες είναι οι άνθρωποι που κουβαλούν τις πατρίδες τους όπου κι αν πάνε. Μέσα σ αυτά τα τετράδια είναι οι άνθρωποι που κουβαλούν τις πατρίδες τώρα και πάντα.

Κεπέκκλησια μου εύμορφη, γλυκιά μου εσύ πατρίδα

Απόψε πάλι σ’ ονείρομ’ ,ευτυχισμένη σ είδα

Αραθυμώ τους δρόμους σου, τας πέτρας και τη σκόνη

την εκκλησιά και το σχολειό και το μεγάλο αλώνι

Αραθυμώ και τα πουλιά εκείνα που πετάνε

Επάνω στην πατρίδα μου και γλυκοκελαϊδάνε

Εκεί να ήμουν πάντοτε , να βγανα  αρωθυμία

Όχι με νου να σ’ έβλεπα αλλά με θεωρία (και με τη θεωρία)

Μετά την γενική αυτή αναφορά θεωρούμε σκόπιμο να επικεντρωθούμε στο 1ο τετράδιο  (Α μέρος του βιβλίου 1890-1950) και σε κάποια κεφάλαια αυτοβιογραφικού χαρακτήρα που ορίζουν όμως την προσωπικότητα του Παπαθόδωρου.

Στο Α΄ κεφάλαιο μας συστήνει την οικογένειά του, μιλά για τα σχολικά του χρόνια, για την αγάπη του στα Γράμματα και την εκκλησία. Μιλάει για την περίοδο που χρημάτισε δάσκαλος (οι περισσότεροι ιερείς  ήταν και δάσκαλοι) .

                                                      Ἡ γέννησις μου

Κατά ἀκριβῆ ὁμολογίαν τῶν γονέων μου καί πρό πάντων τῆς γιαγιᾶς μου Ἀναστασίας  ἐγεννήθην τήν 26ην Σεπτεμβρίου, ἡμέραν Πέμπτην, τό ἔτος 1890 εἰς Λειβάδια τῆς Κεπέκκλησιας.

                                                            Ὀρφανός

Προτοῦ νά συμπληρώσω το 4ο ἔτος τῆς ἡλικίας μου ἔμεινα ὀρφανός ἀπό τόν πατέρα μου, ὅστις ὠνομάζετο Χαράλαμπος, ἡ δέ μητέρα μου ἐλέγετο Σοφία.

Πλήν τῶν γονέων μου τούτων, εἶχον καί τόν Παπποῦ μου Γιάνεν καί τήν Γιαγιάν Ἀναστασίαν, ἀμφότεροι γέροντες.

                                                          Τό Σχολεῖον

Μόλις ἔγινα ἕξ(6) ἐτῶν μέ ἔστειλαν εἰς Σχολεῖον, ἡ μητέρα μαζί μέ τούς Παπποῦν καί Γιαγιάν. Ἑπτά (7) χρόνια πῆγα ἐν ὅλω εἰς τό Σχολεῖον και εἶχον πολύν ζῆλον εἰς τά γράμματα. Ἐγνώρισα τούς δασκάλους Θεόδωρον Τσούφουλα, Παπᾶ Γιώργην Πιστόφ, Παῦλον Μουτεσίδην και Νικόλαο Δεκάντων. Πάντοτε ἤμουν ὁ πρῶτος μαθητής μέ ὅλους αὐτούς.

 Ἀπό τότε πού πήγαινα στό σχολεῖον τακτικά πήγαινα καί στήν ἐκκλησίαν, πρός τοῦτο χάριτας ὠφείλομεν εἰς τόν μακαρίτην παπᾶ Γοργόρ Ἀντρεάντων, ὅστις κάθε πρωΐ διαβαίνοντας ἀπό τό σπίτι μας ἐκτύπα στό δῶμα τοῦ σπιτιοῦ, για νά ξυπνήσω καί πάγω στήν ἐκκλησία νά τόν βοηθώ.

Τήν τακτικήν μου αὐτήν ἐξακολούθησα καί μετά τήν ὑπανδρίαν, ὥστε τά ἱερά γράμματα καί οἱ ὕμνοι τῆς ἐκκλησίας ἀνέβασαν τό πνευματικόν ἐπίπεδον τῶν γνώσεών μου εἰς αὐτοδίδακτον.

Βλέποντες οἱ χωριανοί Λειβαδιῶτες τόν ζῆλον μου πρός τά γράμματα καί τήν τακτικήν φοίτησίν μου στήν ἐκκλησίαν ὡς ἱεροψάλτης ἀποφασίζουν καί διά συμφωνίας μέ παίρνουν ὡς διδάσκαλον τοῦ χωριοῦ. Ἐπί δύο (2) χρόνια ἐχρημάτισα ὡς διδάσκαλος, τό δέ τρίτον ἐπιστρατεύθην · ἤμουν πιά εἴκοσι ἐτῶν νέος .

Καταλυτική επιλογή στη ζωή του Παπα-Θόδωρου στάθηκε η ιεροσύνη. Γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του «Η φοίτησις στην εκκλησία και ο χρόνος της διδασκαλίας εφύτευσαν έναν πόθον και ζήλον εντός μου , ώστε να αγαπώ ολοψύχως την ιεροσύνη ». Με τις υπογραφές λοιπόν των συμπατριωτών του, συστατικές του  ήθους και της παιδείας του, εχειροτονήθη  πρεσβύτερος την 25η Ιουλίου 1913 με τις ευλογίες του Μητροπολίτου Αργυρουπόλεως Λαυρεντίου. Είναι μόνο 23 ετών. Νεαρός, ιερέας ,σύζυγος, πατέρας . Ως ιερέας είναι σεβαστός και μεταξύ των Τούρκων. Ήρθε όμως το 1914 , ξεσπά  ο  Α΄ παγκόσμιος πόλεμος , αλλάζουν τα πράγματα. Η  Σουλτανική  Τουρκία τάσσεται με το πλευρό της Γερμανίας  . Είναι υπό κατάρρευση η Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Τούρκοι εθνικιστές ανέρχονται στη συνείδηση του τουρκικοί λαού και επιθυμούν ταχύτερες αλλαγές. Αλλάζουν  λοιπόν τα πράγματα για τους Τούρκους αλλά και τους Έλληνες χριστιανούς του Πόντου. Ο Παπαθόδωρος θα ακολουθήσει  τη μοίρα των Ποντίων . Και ποια είναι η μοίρα τους ; Να υποστούν διώξεις , εξορίες , να ζήσουν τα τάγματα εργασίας . Γιατί τους έλαχε ο κλήρος να ζουν στον Πόντο , περιοχή στρατηγικής  σημασίας. Οι Νεότουρκοι του Κεμάλ από το 1908 ρίχνουν το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους ». Οι χριστιανικές μειονότητες θεωρούνται υπεύθυνες για την κατάρρευση  της Οθωμανικής αυτοκρατορίας .Επομένως Εθνοκάθαρση, αυτή είναι η τελική λύση. Θα κληθεί να την οργανώσει ο Γερμανός αξιωματικός Λίμαν φον Σάντερς. 1916-1919 αρχίζει η συστηματική εξόντωση των Ποντίων Ελλήνων που είχαν εθνική βάση στην περιοχή από αρχαιοτάτων χρόνων.

Σ’ αυτό το κεφάλαιο της τελικής λύσης, της  α΄ εξορίας αφιερώνει πολλές σελίδες στα χειρόγραφά του ο Παπαθόδωρος. Και ποια ήταν αυτή η τελική λύση; Πρώτα η  βίαιη απομάκρυνση των χριστιανικών μειονοτήτων από τις πατρογονικές  εστίες. Προηγήθηκαν οι Αρμένιοι το 1915. Εξορίες λοιπόν. Βέλτιστος τρόπος εξόντωσης , βέβαιος, ύπουλος , αποτελεσματικός. Οι εκτοπιζόμενοι διανύοντας χιλιόμετρα με τα πόδια σε εδαφολογικές συνθήκες δυσμενέστατες ,σ’ ένα δύσκολο γεωγραφικό ανάγλυφο ,θα χάνονταν από πείνα, ψύχος , ασθένειες , απομονωμένοι , ραβδιζόμενοι συνεχώς και πιεζόμενοι, μακριά από μάρτυρες, αποκομμένοι σε έρημες περιοχές . Μακριά από μάρτυρες προ παντός,με αναπόδεικτο το συντελούμενο έγκλημα της γενοκτονίας.

16 Νοεμβρίου , ημέρα Κυριακή του 1916  έρχεται η διαταγή να εγκαταλείψουν τα χωριά τους με αδιευκρίνιστη πορεία προς τα νότια . Πορεία θανάτου . Για όλους και τον Παπαθόδωρο.

 

Σ΄αυτή τη πορεία θανάτου χάνει και τα τέσσερα παιδιά του , Αναστασία, Κυριακή, Χαράλαμπος και Γιάννης  τα ονόματά τους. Με οδύνη σιωπηλή αυτός και η παπαδιά του στέκονται κεραυνοβολημένοι μπρος στο κακό που τους βρήκε. Άλλωστε τι να πουν; Ο ιερέας δεν θέλει να ξεχωρίζει τον εαυτό του από το ποίμνιό του.  Όλοι είναι πενθούντες . Κοινή η μοίρα των οδοιπορούντων .

                                               Ἔτος   1916

Τήν 21η Ν/βρίου 1916 μαζύ μέ τόν παπᾶ Παναότεν Παντίκ (μακαρίτης) ἐλειτούργησα εἰς τόν ἱερόν νάον τῆς Κοιμ. Θεοτόκου Κεπέκκλησσιας και, ὅταν βγήκαμε ἀπό τήν ἐκκλησίαν, εἶδον ὅλο τό χωριό γεμάτο ἀπό Τούρκους ὁπλοφόρους. Τότε μάθαμε ὅτι πρόκειται νά μᾶς ἐξορίσουν· ἕως τότε, ἄν καί τό εἴχομεν ἀκούσει, μᾶς ἐφαίνετο ὡς ἀπίστευτον. Τό δειλινό τῆς ἰδίας ἡμέρας ἦλθε καί ὁ Καϊμακάμης στό χωριό.

Τότε ἔγινε σύσκεψις ἀπό τούς προεστῶτας τοῦ χωριοῦ καί ἐζητήθη τουλάχιστον τριήμερος ἄδεια ἀπό τόν Καϊμακάμη (Ἔπαρχος). Καί ἔδωκεν 3/μερον ἄδειαν, διά νά δύναται νά ἐτοιμασθοῦν οἱ κάτοικοι.

Τό τί ἔγινεν τότε πῶς νά περιγραφῆ , ἄλλος πουλοῦσε ὅσον ὅσον, ἕτερος κουβαλοῦσε τά ὑπάρχοντα σέ πλησιέστερον φίλον του Τοῦρκον ὅ,τι μποροῦσε νά μεταφέρη.   Ἐγώ πούλησα 5 ἀγελάδες γιά τριάντα πέντε (35) παγκονότες (ἐνῶ ἡ πραγματική ἀξία των ἦτο ἐκάστη ἀγελάδα 60-70 παγκονότες), καπνόν πρός 5 γρόσια, ἐνώ ἡ ἀξία ἦτο πεντήκοντα (50) γρόσια.

Μετά τήν λήξη τῆς προθεσμίας τήν 25η Ν/βρίου εἰσῆλθον οἱ τζεντερμέδες εἰς τάς οἰκίας καί ἄρχισαν τόν διά τῆς βίας διωγμόν μας. Καθώς εἶδα τοῦτο, δέν τούς ἐπερίμενα νά ἔλθουν καί πρός ἐμέ. Μάζευσα ὅ,τι μπόρεσα ἀπ᾽ τό σπίτι καί φόρτωσα τό μουλάρι, πῆρα τήν οἰκογένειαν καί ξεκίνησα.

Τό βουνό Ἐρμέζ Ταγοῦν

Τό βουνό αὐτό ἔχει ὑψόμετρον περίπου τριῶν (3) χιλιάδων μέτρων καί εἶναι τό ὑψηλότερον ὅλης τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Ἀπό τό βουνό αὐτό ἔπρεπε νά περάσωμε· τό ἐκλέξαμε ἡμεῖς ὡς συντομότερον πρός τό Καρᾶ-Χισάρ.

Δεκεμβρίου 4, τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, μπήκαμε στόν ἀνήφορον τοῦ βουνοῦ πρός ἀνάβασιν στήν κορυφήν. Ἀλλ’ ἐνώ ὁ καιρός ἦτο σάν καλός, ὅταν ξεκινήσαμε ἀπό τό Τζαράχ, αἴφνης ἀποτόμως ἄλλαξε καί μιά χιονοθύελλα ἄρχισε νά πέφτη. Τόσην ἀπαγοήτευσιν καί σύγχυσιν ἐπροκάλεσε, ὥστε κάποια ὥρα χάσαμε τόν δρόμον. Οἱ τζεντερμέδες ἄρχισαν να τουφεκοῦν στόν ἀέρα εἰδοποιῶντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον ποῦ βρίσκονται, διότι τόσην ὀμίχλην δέν εἴχομεν εἰδῆ, ὥστε ἀπό δύο (2) μέτρα πέραν νά μή δύναται νά ἰδῆς τόν σύντροφόν σου.

Στήν κορυφήν τοῦ βουνοῦ τό χιόνι πέρασε τούς πενήντα (50) πόντους.

Ἐγώ κρατούσα τό μουλάρι μου καί ἕνα κοριτσάκι μου πού τήν λέγαμε Κυριακή (ἦτο ὀκτώ (8) χρονῶν)·κάποια στιγμή δέν μπόρεσα πιά, δυό τζεντερμέδες πήγαιναν μαζύ μέ εἶδον· ὁ εἶς τότε πῆρε τήν μικρήν ἀπό τό χέρι καί μέ ἐβοήθησεν νά περάσωμεν τό βουνό. Ἡ πρεσβυτέρα μου ἦτο φορτωμένη ἕνα παιδάκι μας, πού τόν λέγαμε Χαράλαμπο καί ἦτο (2) χρονῶν, στά χέρια της κρατοῦσε τό ἄλλο τό κορίτσι μας πού τήν λέγαμε Ἀναστασία.

Μετά κόπου καί ἀγῶνος μέ τήν κακοκαιρίαν προσδιάβημεν τό βουνό καί κατέβημεν κάτωθι στούς πρόποδας αὐτοῦ πρός τό Καρά-Χισάρ μέσα σέ μία χαράδρα πού λέγεται Ταμή-Τερέ κατάφυτη ἀπό πελώρια ἔλατα.

 Ἐκεῖ κάτω ἀπό τά ἔλατα κατεσκηνώσαμε πάλιν.

Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μικρῆς μας Ἀναστασίας

 Ὕστερα ἀπό μιάν ἑβδομάδα μᾶς ἐδίωξαν ἀπ᾽ ἐκεῖ γιά τό Ἐντρές (Σοῦ Σεχιρίν). Ἐγώ κρατοῦσα τό μεγάλο μας κορίτσι, τήν Κυριακήν πού ἦτο 8 ἐτῶν, καί ἡ πρεσβυτέρα μας, ἐνῶ ἦτο φορτωμένη στήν πλάτη διάφορα παιδικά ροῦχα καί ἕνα παιδάκι 1καί 1/2 χρονῶν στό  ὄνομα Χαράλαμπος, κράταε καί τό δεύτερο κορίτσι μας τήν Ἀναστασία ἐτῶν (5) πού ἀρρώστησε ἀπό τό κρύο καί τήν πορεία. Πέραν ἀπό τό Καρά-Χισάρ εἰς μιάν βρύσην κοντά καθήσαμε λίγο νά ξεκουραστοῦμε. Ὁ τζεντερμές ὅμως δέν μᾶς ἄφησε νά πίνωμεν νερό, «Γέριν γέριο τζαποῦκ- τζαποῦκ ἔλεγε (τραβᾶτε, προχωρεῖτε γλήγορα- γλήγορα )»εἶπε καί μᾶς ἔσπρωχνε. Ἡ μικρή τότε, καθώς ἦτο καί λίγο πρησμένη, λέγει στήν μάνα της «ἄφησε μάνα, ἄφησέ με καί φεῦγα μή παιδευέσαι μέ τεμένα (μέ ἐμένα)». Μέ κλάμα καί δάκρυα ἐγκατέλειψα τήν μικρήν  Ἀναστασίαν μας  ἐκεῖ, στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θλῖψις καί κατήφεια σκέπασε τήν καρδιά μας καί ἀπογοήτευσις ὀνειρευόμενοι πιά τόν θάνατον.

Ἀπ ἐκεῖ φθάσαμε στήν Γοϊλάσαριν, ὅπου μᾶς ἐμβολίασαν ἀντιτυφικόν ἐμβόλιον στο χέρι, εγώ φοβούμενος για δηλητηρίασιν ἀμέσως ἄλμεξα μετά προσοχῆς καί ἀπόβαλα τό φάρμακον.

Τό Πίρκ-Κιόϊ

Τό Πίρκ-Κιόϊ ἦτο ἄλλοτε ἕνα ἀνθισμένο καί προοδευμένο ἀρμενικό κεφαλοχῶρι, πρό τῆς σφαγῆς αὐτῶν τό 1915. Ἡμεῖς ὅμως τό εὕρομεν κατεστραμμένον ὁλοτελῶς. Κάπου- κάπου βρήκαμε κανένα μαντρί μέ πόρτα καί μπήκαμε μέσα.

Ἐκεῖ ἔγινε ἡ καταστροφή ὅλων ὅσοι πῆγαν ἐκεῖ. Μέσα στό χωρίο ὑπῆρχον βρώμικα νερά ἀκατάλληλα διά πόσιμον, ἡμεῖς ἐν πρώτοις μή γνωρίζοντες τοῦτο ἐπίναμεν ἀπό τά νερά αὐτά, ὅθεν ἀφ’ ἑνός τό νερό αὐτό, ἀφ’ ἑτέρου τό ψῦχος καί ἡ ἔλλειψις ἀπαραιτήτων ἐφοδίων διά τήν ἀντοχήν καί συντήρησίν μας, πολύ γλήγορα ἐκόλλησε ἐξανθηματικός τύφος πολλούς, οἵτινες καί ἀπέθανον.

Ὁ γράφων ὑπέφερεν ἐκ τῆς ἀσθενείας ταύτης τοῦ τύφου περίπου ἕνα ἑξάμηνον.

Διά τῆς φροντίδος ἑνός ἐξωμότου Ἀρμένιου Ἰατροῦ , ὅστις εὑρίσκετο ἐν Πίρκ- Κιοΐ ὡς στρατιωτικός, εὗρον ἀνακούφισιν καί ἀργότερον σῦν τῶ χρόνω παντελῆ θεραπείαν.

                              Ὁ Θάνατος τῶν 2 ἀρρένων τέκνων μου

 Ὅταν ἐγώ ἤμουν βαρειά ἀσθενής, πέθαναν καί τά δύο (2) ἄρρενα τέκνα μας Χαράλαμπος (2 ἐτών) καί ὁ γεννηθείς Ἰωάννης ἐν Πίρκ-Κιόϊ· οὐδόλως ἀντελήφθην τόν θάνατόν των.

                              Ὁ θάνατος τῆς μικρῆς μας Κυριακῆς

 Ἀπό τό ἀλεῦρι ποῦ ἔφερεν ἡ μάνα μου, καλαμπόκι καί λεπτοκάρυα μαζί ἀλεῦρι, ἡ παπαδιά μου ἔκαμνεν ψωμί καί φάγαμε, ἔφαγε καί ἡ μικρή μας Κυριακή καί ἐκοιμήθημεν. Tό πρωΐ ὅταν ξυπνήσαμε, εὕρομεν τήν Κυριακήν μας πεθαμένην · πέθανε ἀπ᾽ τό ψωμί ποὔφαγε πολύ καί ζεστό.

Μετά από αυτά , είναι δυνατόν να μη σκεφτούμε πόσο βαραίνει το που ζεις , η γεωγραφική θέση της πατρίδας σου , πόσο βαραίνει το πότε, η χρονική στιγμή , η διπλωματία των μεγάλων δυνάμεων; Οι απλοί άνθρωποι ζουν στο πετσί τους τις συνέπειες από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, από τη χάραξη νέων συνόρων. Τότε και σήμερα . Πάσχουν χωρίς να φταίνε. Θεωρούνται πάντα παράπλευρες απώλειες. Όλα γίνονται ερήμην τους.

Στο κεφάλαιο της εξορίας ο Παπαθόδωρος παραδίνει ένα σπουδαίο μάθημα ζωής. Στο πόλεμο κανείς δεν ξέρει πού θα βρεθεί και τι θα απογίνει. Σταθερότητα  και βεβαιότητα δεν υπάρχει . Μόνες σταθερές: η πίστη,  η φιλοσοφημένη σκέψη, η αποφασιστικότητα , η θέληση , η αντοχή . Η μαρτυρία του , ως  έμμεση πηγή της ιστορικής έρευνας , έχει την αξία της. Οι αλήθειες δεν βρίσκονται μόνο στα επίσημα έγγραφα των κρατών (συνθήκες, ανακωχές, διακρατικές συμφωνίες). Βρίσκονται προπαντός και στα βιώματα των απλών ανθρώπων που σήμερα η ιστορική έρευνα τα λαμβάνει σοβαρά υπόψη. «Μέτρον χρημάτων πάντων ο άνθρωπος».

Τα δεινά  τα τραγικά για τον Παπαθόδωρο   και τους συγχωριανούς του συνεχίζονται με τα τάγματα εργασίας στην Τρίπολη (1919-1921). Δύσκολη περίοδος αυτή . Δύσκολη και η άσκηση των ιερατικών καθηκόντων. Εμποδιζόμενος διαρκώς  παντρεύει , βαφτίζει, κηδεύει συμπατριώτες . Γνωρίζει ότι η πίστη των Ποντίων είναι δύναμη σωστική . Ποτέ δεν κλονίζεται το φρόνημά του . Άλλωστε έχει τα παραδείγματα σπουδαίων ιεραρχών του Πόντου ,που τους ονοματίζει. Γράφει για τον Χρύσανθο Τραπεζούντος , για τον Γερμανό Καραβαγγέλη  Αμάσειας , για τον Λαυρέντιο Χαλδίας που συχνά επενέβαιναν,  για να σώσουν το ποίμνιό τους από την τουρκική μανία. Στα γραπτά του βρέθηκαν όλα τα ιερά μυστήρια που ετέλεσε στη  2η εξορία (όπως λέει) Στόχος του να γλυτώσει όσους μπορεί από τον εξισλαμισμό.

…………………………………………………………………………………………..

Είναι αλήθεια ότι έχουμε πολλές μαρτυρίες προσφύγων . Η δική του έχει βαρύνουσα  σημασία. Γιατί είναι μαρτυρία ιερέως , ανθρώπου δηλαδή που είχε την ευκαιρία να επικοινωνήσει με ανθρώπους πολλούς και διαφορετικούς , είχε την επαφή με τις Μητροπόλεις του Πόντου  ακόμη και με τις Τουρκικές αρχές.

Η δική του κατάθεση είναι ενός ιερέα προσηνούς,  με υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης  τον διακρίνει ηρεμία  ψυχής, υπομονή , ταπεινότητα . Είναι βαθιά παραδομένος στον Θεό  γι’ αυτό αναφέρεται τόσο συχνά στην Πρόνοια του Θεού.  Ξέρει πως ήρθε στον κόσμο για  να βοηθά, να συμβουλεύει , να εμψυχώνει , να παρηγορεί .

Μας λέει μέσα από τις μαρτυρίες του

«Αντέξαμε ·  θα αντέξετε»

Α.Κ.Κ.




 















Α.Κ.Κ.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Όμορφη Σπηλιά Καλάνας, Όρη Βάλτου, εξερεύνηση πριν 30 χρόνια.

Τους Ήρωες Πιλότους τίμησε η Μεγάλη Χώρα Αγρινίου

“Η προσφορά των Στάϊκων στον Αγώνα του 1821”