Ο Μπονικεβιάνος αγωνιστής του 1821 Κώστας Τσατσαρώνης και οι απόγονοί του.
Κώστας Τσατσαρώνης
Τους
τελευταίους δύο αιώνες στην Γέφυρα Βέργας, στην θέση Κουκλιά και στον Μπονίκεβο
έζησαν οι πρόγονοί μου από την πλευρά της μάνας μου Τσατσαρωναίοι. Σαν γενάρχη
με γραφτά ντοκουμέντα υπολογίζομε τον Αγωνιστή του 1821 Κώστα Τσατσαρώνη.
Γεννήθηκε περί το 1790 στον Μπονίκεβο. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους υπάρχουν
τα έγγραφα που πιστοποιούν την προσφορά του στον μεγάλο αγώνα του γένους για
την αποτίναξη της τυραννίας που επέβαλαν οι κατακτητές για τετρακόσια χρόνια
στην πατρίδα μας. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες παρέα με τα δύο του αδέλφια και
άλλους συγγενείς του. Μαζί του πολέμησαν όλη την περίοδο του αγώνα κατά των
εχθρών πολλοί συγχωριανοί μας
Μπονικεβιάνοι, Μαλεσιαδίτες και Αλευραδιώτες. Υπερασπίστηκε το Μεσολόγγι μέχρι
την τελευταία στιγμή και βγήκε πολεμώντας στην Έξοδο. Ήταν από τους τυχερούς
που επιβίωσαν και πληγωμένος ξαναγύρισε στον τόπο του. Δυστυχώς τα αδέλφια του
δεν τα κατάφεραν να γυρίσουν ζωντανά.
Το σπίτι του Τσατσαρώνη στην τοποθεσία Κουκλιά Πετρώνας. Ξανακτίστηκε το 1916 στην θέση του παλιού, του 18ου αιώνα.
Μαζί του έφερε τα όπλα του και το αγαπημένο του Καριοφίλι που κατασκευάστηκε το 1770 στην Βενετία. Η κάνη του είχε μήκος 1,30 μέτρα και έριχνε βόλια σε μεγάλη απόσταση. Οπλουργός το μετέτρεψε από εμπροσθογεμές σε οπισθογεμές, το κόντυνε κατά 15 πόντους και πρόσθεσε κινητό ουραίο από Γαλλικό πολεμικό όπλο (Γκρα) του 1874. (Manufacture D’armes St. Etienne 1874). Όταν το 1958 ο τελευταίος Κώστας Η. Τσατσαρώνης έφυγε για την Αθήνα, το όπλο πέρασε σε άλλα χέρια.
Παρένθεση για τα όπλα Γκράδες: Το όπλο είναι γνωστό στην Ελλάδα σαν «Γκράς» από το Γαλλικό Gras. Για πολλές δεκαετίες ήταν το κύριο όπλο του Ελληνικού Στρατού. Χρησιμοποιήθηκε σε μάχες με τους Τούρκους τον προπερασμένο αιώνα, στον Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και στον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ευρέως εκτός του στρατού και από ένοπλες ομάδες διαφόρων παρατάξεων. Θεωρήθηκε κλασσικό παλιό όπλο επαναστατικών/απελευθερωτικών αγώνων του έθνους. Επειδή ήταν αργό όπλο, σε μια ραγδαίως εξελισσόμενη τεχνολογία, επικράτησε η ορολογία «γκράδες» και «ντιπ’ γκράς είναι» για τους…αργόστροφους μαθητές.
Τούμπανος Μαλεσιάδας 1976
Στην συνέχεια της ιστορίας του προ-προ πάππου. Η γυναίκα του Κώστα Τσατσαρώνη ήταν από το διπλανό μας χωριό την Μαλεσιάδα, κόρη του συμπολεμιστή του Μαλεσιάδα. Παντρεύτηκαν μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, πιθανόν το 1828.
Μετά την απελευθέρωση και την σταθεροποίηση των συνόρων με τους Τούρκους στα βόρεια της επαρχίας Βάλτου, έχαιρε μεγάλης υπόληψης και σεβασμού από τους συγχωριανούς του και όλοι τον συμβουλεύονταν για τυχόν διενέξεις που είχανε, κυρίως κτηματικές. Λειτουργούσε ανάλογα με την εποχή του έτους και τις βροχές, τρείς νερόμυλους. Έναν στον Μπονίκεβο στην λαγκαδιά κάτω από την Αγία Παρασκευή όπου είναι το νεκροταφείο. Μόνο τον χειμώνα είχε νερό. Ο άλλος στις Βούλτσες κράταγε νερό μέχρι τον Απρίλη. Ο τρίτος ήταν στην Γέφυρα Βέργας και δούλευε και το καλοκαίρι, φέρνοντας το νερό κατά μήκος της αριστερής όχθης του Μπζιάκου. Σώζονται τα ερείπια από το υπερυψωμένο αυλάκι και από την βάση του μύλου δίπλα στο Βουλτσόρεμα 110 μέτρα από την παλιά γέφυρα.
Σχετικά με το γεφύρι διηγούνταν ιστορίες που τις είχε ακούσει από τον παππού του που κι εκείνος τις ήξερε από τον δικό του παππού. (Δηλαδή πάμε πίσω στα μέσα του 17ου αιώνα.) Τα χρόνια ήταν δύσκολα αλλά ζούσαν στον τόπο των προγόνων τους, ελεύθεροι χωρίς τον Τούρκο καβάλα στον σβέρκο τους. Ο γιός του Αγωνιστή Κώστα Τσατσαρώνη Βασίλης έζησε στην Γέφυρα Βέργας. Οι κόρες του Όλγα και Αθανασία παντρεύτηκαν στην Λεπενού και στην Πριάντζα (Τρίκλινο). Ο Βασίλης απέκτησε δύο αγόρια. Τον Κώστα στο όνομα του πατέρα του το 1863 και τον Δημήτρη το 1864. Ο Δημήτρης ήταν ο παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου Αθανασίας και του θείου μου Θεόδωρου Τσατσαρώνη. ( Έξι άλλα αγόρια του πέθαναν από επιδημία γρίπης πριν το 1910). Ο Κώστας έζησε στα Κουκλιά και απέκτησε δυο γιούς, τον Ηλία (1885-1945?) και τον Θωμά (1897-1980?), και δύο κόρες, την Στυλιανή και την Λαμπρινή. Ο Ηλίας πήγε μετανάστης στην Αμερική το 1912 και γύρισε πίσω το 1929 με την οικονομική κρίση. Παντρεύθηκε και έκανε έναν γιό, τον τελευταίο Κώστα Τσατσαρώνη. Τρισέγγονο του Γενάρχη.
Κώστας Ηλία Τσατσαρώνης. Φωτογραφία του 1969
Πετρώνα 15 Αυγ. 1965 Από δεξιά: Κωνσταντίνος Ηλία Τσατσαρώνης, Θεόδωρος Δημητρίου Τσατσαρώνης, Δημήτριος Θεοδώρου Τσατσαρώνης, Απόστολος Κων. Καρακώστας.
Ακόμη απέκτησε τρεις κόρες. Την Ρωμαλέα (σύζυγο του μακαρίτη ταχυδρομικού Αθανασίου Κλεφτοσπύρου από την Αλευράδα), την Αγγελική (σύζυγο του Αποστόλη Ν. Τρίμπου από την Ρίγανη Πετρώνας), και την Χρυσούλα. Και τα τέσσερα τρισέγγονα του Αγωνιστή του 1821 είναι εν τη ζωή. Ο Θωμάς και η γυναίκα του Κωνσταντούλα Μόσχου (από το Αυλάκι), δυστυχώς έχασαν από αρρώστια τα δυο τους αγόρια σε μικρή ηλικία, στην δεκαετία του 1930.
Θωμάς Κωνσταντίνου Τσατσαρώνης. (1897-1980?) Φωτογραφία του 1930 στα Κουκλιά.
Από δεξιά: Αθανασία Τσατσαρώνη-Καρακώστα, Θωμάς Κωνσταντίνου Τσατσαρώνης, Κωσταντούλα Μόσχου-Τσατσαρώνη, Απόστολος Κ. Καρακώστας. Γέφυρα Βέργας 1969