Ο Ναύαρχος Γιάννης Σταθάς και η Πρώτη γαλανόλευκη σημαία στα «Μαύρα πλοία» του 1807

 

Κείμενο και φωτογραφίες Απόστολος Κων. Καρακώστας

 

1821-2021 διακόσια χρόνια Ελεύθερης Ελλάδας γιορτάζομε φέτος. Η επανάσταση όμως του είκοσι ένα δεν ήταν ένας ξαφνικός ξεσηκωμός του γένους που αποτίναξε τον επί τέσσερες αιώνες Τουρκικό ζυγό. Ήταν το ξεχείλισμα της κατσαρόλας που έβραζε τα προηγούμενα χρόνια, ήταν οι θυσίες των λησμονημένων και πολλές φορές παραγκωνισμένων Ελλήνων πατριωτών που με πολύ λίγα μέσα-σχεδόν με γυμνά χέρια-πήγαν κόντρα στον οργανωμένο πολυπληθή στρατό των κατακτητών. Κανείς τους δεν πέθανε από βαθιά γεράματα στο κρεβάτι του. Όλοι τους κυνηγήθηκαν σε κάμπους βουνά και θάλασσες μέχρι την τελική τους εξόντωση. Έζησαν όμως σύντομες περιόδους ελευθερίας και εθνικής περηφάνιας που πήγαζε από τα σωθικά τους, έζησαν όπως τραγούδησε ο Ρήγας: «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή». Ο τρόπος ζωής τους και τα κατορθώματά τους έδιναν θάρρος και ελπίδα στους σκλαβωμένους ραγιάδες.  

 

Ένας από τους προεπαναστατικούς αγωνιστές ήταν και ο Βαλτινός οπλαρχηγός Γιάννης Σταθάς, γιός του Αρματωλού Δήμου Σταθά, από την Δούνιστα Ορεινού Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Αν και καθαρά «βουνήσιος», στο αποκορύφωμα του αγώνα του έδρασε στην θάλασσα, σαν υποναύαρχος στον Ρωσικό στόλο για δυο χρόνια το 1805-1807 και σαν ναύαρχος λόγω της εμπειρίας του, του στόλου των εξεγερμένων Ελλήνων από Μωριά και Ρούμελη το 1807.

Μαζί με τους κυνηγημένους αγωνιστές Θόδωρο Κολοκοτρώνη, Βλαχάβα, Μιαούλη, Καρατάσο, Επιφάνιο και πολλούς άλλους συναντήθηκαν κρυφά 1.400 αποφασισμένα παλληκάρια στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στην Σκιάθο. Σ’ αυτή τη μυστική σύναξη των Οπλαρχηγών, έφτιαξαν στο Μοναστήρι την πρώτη Ελληνική Σημαία την οποία ευλόγησε ο ηγούμενος Όσιος Νήφωνας. Ήταν γαλάζια σαν τον ουρανό με λευκό Σταυρό στη μέση. Όλοι τους ορκίστηκαν πίστη σ’αυτήν την πρώτη γαλανόλευκη, την ανέβασαν στα κατάρτια τους και χύμηξαν ορτσάρωντας κατά παντός πλεούμενου του εχθρού.

(Η σημαία αυτή καθιερώθηκε τον Γενάρη του 1822 στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου σαν η επίσημη σημαία της χώρας μας. Οι κάτοικοι της Σκιάθου είναι περήφανοι που ο προστάτης  Άγιός τους, ο Όσιος Νήφωνας ευλόγησε την πρώτη Ελληνική Σημαία. Και εμείς οι Βαλτινοί/Αιτωλοακαρνάνες που ο Γιάννης Σταθάς την ανέμιζε στην ναυαρχίδα του με το όνομα «Βάλτος» και στα συνολικά 70 σκάφη του στόλου του.)

 

 Ο Γιάννης Σταθάς ανακηρύχθηκε αρχηγός με υπαρχηγό τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη στα μαύρα καράβια και ανδραγάθησε στο βόρειο Αιγαίο, καθώς και σε παραθαλάσσιες περιοχές της Θεσσαλίας και Μακεδονίας μέχρι τον Ελλήσποντο, επιτιθέμενος κατά Τουρκικών συμφερόντων πλοίων στην θάλασσα και εγκαταστάσεων στα παράλια. 

 

  Ο στόλος των μαύρων καραβιών ήταν μοιρασμένος σε δέκα ταϊφάδες-μοίρες. Κάθε «μαύρη μοίρα» έφερε το όνομα της περιοχής καταγωγής της ή του διοικητή της, όπως:  «Βάλτος»-«Ρούμελη»-«Μωριάς»-«Κασάνδρα»-«Άσπρη Θάλασσα»-«Μαύρο καράβι» κ.ά.

Τα κατορθώματά τους άπειρα και η φήμη τους τεράστια. Ο Σουλτάνος στην Πόλη και ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα, τρόμαξαν με τον νέο εχθρό μέσα στο Αιγαίο. Έστειλαν  καράβια πολεμικά και τους κυνήγησαν. Αυτά τα πάλεψαν αλλά ο χειρότερος εχθρός αποδείχθηκε ο βαρύς χειμώνας εκείνης της χρονιάς. Ο Σουλτάνος τους υποσχέθηκε αμνηστία αν σταμάταγαν τις πειρατικές επιδρομές τους. Γύρισαν οι περισσότεροι στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Αλλά δεν επέζησαν για πολύ. Ο Αλή Πασάς φρόντισε δολίως για την εξόντωσή τους. Σκότωσε με κάθε δυνατό τρόπο τους αγωνιστές, άλλους με βασανιστήρια και άλλους με μπαμπεσιά. Τον Γιάννη Σταθά τον «φάγανε» άνθρωποι του Αλή στην Μπούκα της Αμφιλοχίας το 1812.

 Ο λαός μας τραγούδησε τα κατορθώματά τους και τον θάνατό τους με πολλά κλέφτικα τραγούδια που διατήρησαν την ιστορία άσβεστη στους επόμενους αιώνες. Τα πιο γνωστά είναι:

Για τον Νικοτσάρα, οπλαρχηγό του Ολύμπου:

«Ο Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια,

τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι

Τρεις μέρες κάμει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες….»

 

Για τον οπλαρχηγό Βλαχάβα :

«Αηδόνια μου περήφανα, πέσκια καμαρωμένα,

φέτος να μη λαλήσετε, φέτος να μαραθείτε.

Τον παπα - Θύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα….»

 

Και για τον Γιάννη Σταθά το παρακάτω τραγούδι:

«Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασάνδρας.

Μαύρα πανιά το σκέπαζαν και τ’ ουρανού σημαία.

Κι ομπρός κορβέτα μ’ άλικη σημαία του προβαίνει.

«Μάινα, φωνάζει, τα πανιά, ρίξτε τις γάμπιες κάτω».

– «Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά κι ουδέ τα ρίχνω κάτω».

Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω;

Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα.

Τράκο, λεβέντες, δώσετε, απίστους μη φοβάστε».

Κι Τούρκοι βόλτα έριξαν κ’ γύρισαν την πλώρη.

Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί στο χέρι.

Στα μπούνια τρέχουν αίματα, το πέλαγο κοκκινίζει,

κι' Αλλάχ! Αλλάχ! οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.